σησάμινος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σησά˘μῐνος, η, ον<br />made of [[sesame]], Xen.
|mdlsjtxt=σησᾰ́μῐνος, η, ον<br />made of [[sesame]], Xen.
}}
}}

Revision as of 10:14, 4 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμῐνος Medium diacritics: σησάμινος Low diacritics: σησάμινος Capitals: ΣΗΣΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: sēsáminos Transliteration B: sēsaminos Transliteration C: sisaminos Beta Code: shsa/minos

English (LSJ)

η, ον, A made of sesame, σ. ἔλαιον sesame-oil, PRev.Laws 40.10 (iii B.C.), PPetr.3p.218 (iii B.C.), Str.16.4.26, Dsc.1.34; δοκοί Peripl.M.Rubr.36; σ. χρῖμα X.An.4.4.13 (σ. ξύλα is prob. f.l. for συκάμινα in Dsc.1.98).

German (Pape)

[Seite 876] von Sesam gemacht; ἔλαιον, Sesamöl, Strab. u. Sp.; auch χρῖσμα, Xen. An. 4, 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, ὁ ἐκ σησάμου λαμβανόμενος ἢ πεποιημένος, σ. ἔλαιον, τὸ «σησαμόλᾳδο», Διοσκ. 1. 41, Στράβ. 742· σ. χρῖσμα Ξεν. Ἀν. 4. 4, 13.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
préparé avec du sésame.
Étymologie: σήσαμον.

Spanish

hecho de sésamo

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που παράγεται ή προέρχεται από σουσάμιεὔκαρπος ἡ πολλὴ πλὴν ἐλαίου, χρῶνται δὲ σησαμίνῳ», Στράβ.)
2. φρ. «σησάμινον ἔλαιον» ή «σησάμινον χρῑσμα» — σησαμέλαιο, σουσαμόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + κατάλ. -ινος (πρβλ. πύρ-ινος)].

Greek Monotonic

σησάμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, παρασκευαμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σησάμῐνος: (ᾰ) кунжутный, сезамовый (χρῖσμα Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σησάμῐνος -η -ον [σήσαμον] van sesam gemaakt.

Middle Liddell

σησᾰ́μῐνος, η, ον
made of sesame, Xen.