ἀκρασία: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀκρᾰσία) -ας, ἡ | |dgtxt=(ἀκρᾰσία) -ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἀκρασίη Hippon.194.12<br /><b class="num">I</b> [[debilidad]], [[impotencia]], [[agotamiento]] κύων ... κείμενος ἀκρασίῃ Hippon.l.c., cf. Hp.<i>Coac</i>.166.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>sent. social [[indisciplina]], [[intemperancia]] πόλεως Arist.<i>Pol</i>.1310<sup>a</sup>19, del ejército, Plb.1.66.6.<br /><b class="num">2</b> sent. individual [[falta de dominio]], [[desenfreno]], [[incontinencia]] op. σωφροσύνη Democr.B 234, X.<i>Mem</i>.4.5.7, D.26.25, Pl.<i>Grg</i>.525a, ἀ. παρακολουθεῖ τῇ ἀφροσύνῃ Arist.<i>VV</i> 1251<sup>a</sup>2, cf. Men.<i>Fr</i>.631.3, <i>Eu.Matt</i>.23.25, Asoka <i>Edict</i>.9, c. gen. ἀ. βρώσιος <i>Dialex</i>.1, βίου D.2.18, ἡδονῶν Pl.<i>Lg</i>.886a, λόγου Thphr.<i>Char</i>.7.1, γλώττης Plu.2.10f, c. prep. πρὸς τὸ λαλεῖν Plu.<i>Lyc</i>.19, πρὸς τὰς ὠφελείας Plb.4.6.10<br /><b class="num">•</b>[[libertinaje]], [[vicio]] Plb.15.25.25, διδάσκαλοι ἀκρασίας Ph.1.685.<br />-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ησίη Hp.<i>VM</i> 7<br />[[mezcla mal templada]], [[insana]] c. gen. χυμῶν ἀ. Hp.<i>VM</i> 18, cf. Hp.<i>VM</i> 7, D.C.77.11.7. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 10:10, 20 July 2021
English (LSJ)
(A), Ion. ἀκρησίη, ἡ, (ἄκρᾱτος) A bad mixture, ill temperature, opp. εὐκρασία, ἀ. ἀέρος an unwholesome climate, Thphr.CP3.2.5; διὰ τὴν ἀκρησίην, of meats, Hp.VM7; χυμῶν ἀκρησίαι ib.18.
ἀκρᾰσ-ία (B), Ion. ἀκρᾰ-σίη, A = ἀκράτεια, Archil.Supp.2.10, Democr. 234, D.2.18, X.Mem.4.5.6, Isoc.15.221 (pl.), Arist.EN1145a16, Men. 544, Ev.Matt.23.25, etc.; βρώσιος Dialex.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱσία: ἡ, (ἄκρᾱτος), κακὴ μῖξις, κακὴ σύγκρασις θερμοκρασίας, ἀντίθ. τῷ εὐκρασία, ἀκρ. ἀέρος, μὴ ὑγιεινὴ κατάστασις τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· διὰ τὴν ἀκρησίην, τῶν τροφῶν (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀκρᾰσίην, = ἀκράτειαν), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
intempérie.
Étymologie: ἄκρατος.
Ant. εὐκρασία.
2ας (ἡ) :
c. ἀκράτεια.
Spanish (DGE)
(ἀκρᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκρασίη Hippon.194.12
I debilidad, impotencia, agotamiento κύων ... κείμενος ἀκρασίῃ Hippon.l.c., cf. Hp.Coac.166.
II 1sent. social indisciplina, intemperancia πόλεως Arist.Pol.1310a19, del ejército, Plb.1.66.6.
2 sent. individual falta de dominio, desenfreno, incontinencia op. σωφροσύνη Democr.B 234, X.Mem.4.5.7, D.26.25, Pl.Grg.525a, ἀ. παρακολουθεῖ τῇ ἀφροσύνῃ Arist.VV 1251a2, cf. Men.Fr.631.3, Eu.Matt.23.25, Asoka Edict.9, c. gen. ἀ. βρώσιος Dialex.1, βίου D.2.18, ἡδονῶν Pl.Lg.886a, λόγου Thphr.Char.7.1, γλώττης Plu.2.10f, c. prep. πρὸς τὸ λαλεῖν Plu.Lyc.19, πρὸς τὰς ὠφελείας Plb.4.6.10
•libertinaje, vicio Plb.15.25.25, διδάσκαλοι ἀκρασίας Ph.1.685.
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ησίη Hp.VM 7
mezcla mal templada, insana c. gen. χυμῶν ἀ. Hp.VM 18, cf. Hp.VM 7, D.C.77.11.7.
English (Strong)
from ἀκρατής; want of self-restraint: excess, incontinency.
English (Thayer)
(ας, ἡ (ἀκρατής), want of self-control, incontinence, intemperance: ἀδικία); Lob. ad Phryn., p. 524f. (Aristotle on.))
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἀκρασία) ἄκρατος
κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών του σώματος, δυσκρασία
αρχ.
η μη υγιεινή σύσταση του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα.
(II)
ἀκρασία, η (Α)
η ακράτεια.
(III)
ἀκρασία, η (Μ)
έλλειψη κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ουσ. κρασί, με επίδραση της λ. ἀφαγία.
Greek Monotonic
ἀκρᾱσία: ἡ (ἄκρᾱτος), κακή μείξη, κακή θερμοκρασία, σε Θεόφρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾰσία: ἡ Xen., Plat., Arst. etc. = ἀκράτεια.
Middle Liddell
ἄκρατος
bad mixture, ill temperature, Theophr.
Chinese
原文音譯:¢kras⋯a 阿-克拉西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:不-握住(著)
字義溯源:無自制能力,縱容自己,放蕩,情不自禁;源自(ἀκρατής)=無能力);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κράτος)*=權力)組成
出現次數:總共(2);太(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 情不自禁(1) 林前7:5;
2) 放蕩(1) 太23:25