ἀλυκτάζω: Difference between revisions
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[vagar enloquecido]] κατὰ δάσκιον ἠλύκταζον ὕλαν B.11.93, ἀλύκταζον ... πεφοβημένοι Hdt.9.70, cf. Hsch. | |dgtxt=[[vagar enloquecido]] κατὰ δάσκιον ἠλύκταζον ὕλαν B.11.93, ἀλύκταζον ... πεφοβημένοι Hdt.9.70, cf. Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἀλύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:15, 20 July 2021
English (LSJ)
(v. ἀλύω) only impf., A wander distraught, B.10.93; to be distressed, Hdt.9.70:—also ἀλυκτέω, to be in distress, anguish, Hp. Mul.1.5, cf. Erot., EM71.38, Hsch., Suid.: aor. part. ἀλυκτήσας in act. sense, = θορυβήσας, Hsch., EM71.39; cf. ἀλαλύκτημαι.
German (Pape)
[Seite 110] (ἀλύω), in Unruhe, Angst sein, Her. 9, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλυκτάζω: (ἴδε ἐν λ. ἀλύω), μόνον κατὰ παρατ., εἶμαι ἐν θλίψει, Ἡρόδ. 9. 70. Τύπος τις ἀλυκτέω ἀναφέρεται παρ’ Ἡσυχ., ἐν Α. Β. 385. 13, Ἐτυμ. Μ. καὶ Σουΐδ. καὶ οὕτω διωρθώθη ἐν Ἱππ. 592. 36 ἀντὶ ἀλύει ὑπὸ τοῦ Littré (8. 30) ἐκ χειρογρ. καὶ τοῦ Ἐρωτ.: ὡσαύτως ἀόρ. μετοχ. ἀλυκτήσας μετ’ ἐνεργ. σημασίας, «ἀπειλήσας, θουρυβήσας», Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ. Ἐκ τούτου τοῦ ῥήματος παράγεται τὸ Ἐπικὸν ἀλαλύκτημαι, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
impf. ion. ἀλύκταζον;
être agité, inquiet.
Étymologie: ἀλύσσω.
Spanish (DGE)
vagar enloquecido κατὰ δάσκιον ἠλύκταζον ὕλαν B.11.93, ἀλύκταζον ... πεφοβημένοι Hdt.9.70, cf. Hsch.
• Etimología: Cf. ἀλύω.
Greek Monolingual
και αλυκτώ (-έω) αλυκτώ
1. περιπλανιέμαι ανήσυχος, φοβισμένος
2. πέφτω σε αγωνία, αμηχανία, απογοήτευση
3. φοβάμαι, κρύβομαι.
Greek Monotonic
ἀλυκτάζω: (ἀλύω), μόνο στον παρατ., βρίσκομαι σε θλίψη, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλυκτάζω: Her. = ἀλύω.