ἀμέλει: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμέλει''': [[κυρίως]] προστακτ. τοῦ [[ἀμελέω]]· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε [[μέλει]], δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - [[ὅθεν]] ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς [[ἄλλο]], [[μάλιστα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «[[ἀμέλει]]· διό· [[ἁπλῶς]] [[[καλῶς]]]· [[οὕτως]] οὖν, τοιγαροῦν».
|lstext='''ἀμέλει''': [[κυρίως]] προστακτ. τοῦ [[ἀμελέω]]· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε [[μέλει]], δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - [[ὅθεν]] ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς [[ἄλλο]], [[μάλιστα]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: [[συχνάκις]] εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «[[ἀμέλει]]· διό· [[ἁπλῶς]] ([[καλῶς]])· [[οὕτως]] οὖν, τοιγαροῦν».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:50, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλει Medium diacritics: ἀμέλει Low diacritics: αμέλει Capitals: ΑΜΕΛΕΙ
Transliteration A: amélei Transliteration B: amelei Transliteration C: amelei Beta Code: a)me/lei

English (LSJ)

properly imper. of ἀμελέω (cf. A ἀμέλησον Luc.DMort.5.2), never mind, do not trouble yourself, esp. to begin an answer, Ar.Nu. 877, Lib.Decl.20.18:—hence, II as Adv., doubtless, by all means, of course, Ar.Ach.368, Nu.488, al., Pl.Phd.82a, al., X.Mem.1.4.7, Men.Sam.8; freq. ironically, as Ar.Ra.532; freq. in Thphr.Char. to introduce a subject, 13.1, al., or a further point, 2.9, al. 2 for instance, Thphr.Char.6.3, Luc.DDeor.25.1, etc. 3 at any rate, Luc. Nigr.26, Gp.10.2.3. 4 and indeed, Phld.Ir.p.16 W., Str.1.2.34, D.H.Rh.2.2, J.AJ7.4.1; and so, Polyaen.2.22.3, 7.6.4. 5 actually, to give emphasis, Agath.2.3, al.

German (Pape)

[Seite 121] eigtl. imperat. von ἀμελέω, sei unbesorgt, Ar. Ach. 367; dah. allerdings, gewiß, Ar. Nub. 488 Eur. Ion 439; ἀμ. κλαύσεται Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1263; Plat. Phaed. 82 a u. sonst; Xen. Mam. 1, 4, 7; bes. in Antworten, Nicostr. Ath. XI, 474 b; Philipp. ib. VI, 230 b; Xen. Cyr. 5, 2, 13; oft verb. mit ὥςπερ; auch ironisch, Ar. Ran. 533.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλει: κυρίως προστακτ. τοῦ ἀμελέω· (πρβλ. ἀμέλησον Λουκ. Νεκρ. Δ. 5. 2), = μή σε μέλει, δὲν πειράζει· ἰδίως ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 7: - ὅθεν ΙΙ. ὡς ἐπίρρ. = ἀναμφιβόλως, βεβαίως, χωρὶς ἄλλο, μάλιστα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 368, Νεφ. 488 καὶ ἀλλ., Πλάτ. Φαίδων 82Α καὶ ἄλλ.: συχνάκις εἰρωνικῶς, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 532. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀμέλει· διό· ἁπλῶς (καλῶςοὕτως οὖν, τοιγαροῦν».

French (Bailly abrégé)

impér. de ἀμελέω;
1 sois sans inquiétude, sois tranquille;
2 empl. adv. certes, assurément, sans doute.

Greek Monolingual

ἀμέλει (προστ. του ἀμελῶ) (AM)
μσν.
(ως επίρρ. για να δηλώσει έμφαση) πραγματικά, στην πραγματικότητα
αρχ.
1. μη σέ μέλει, μη σέ νοιάζει, να είσαι ήσυχος (ειδικά στην αρχή απαντήσεως)
2. (ως επίρρ.) (συχνά και ειρωνικά) αναμφίβολα, βέβαια, φυσικά, οπωσδήποτε, πράγματι.

Greek Monotonic

ἀμέλει: προστ. του ἀμελέω,
I.μη σε μέλει, δεν πειράζει, σε Αριστοφ., Ξεν.· αόρ. αʹ ἀμέλησαν, σε Λουκ.
II. ως επίρρ., φυσικά, βέβαια, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέλει: [imper. к ἀμελέω не беспокойся, не волнуйся, т. е. непременно, безусловно, ну конечно, а как же: ἀ., καλῶς Arph. не беспокойся, (все будет) отлично; ἢ ποῖ ἂν ἄλλοσε …; - Ἀ., είς τὸ τοιοῦτον Plat. разве в какое-л. другое место …? - Да нет же, именно в это; ἀ. καὶ ταῦτα ἔοικε μηχανήμασί τινος Xen. безусловно, это похоже на чьи-то преднамеренные действия.

Middle Liddell


I. imperat. of ἀμελέω, never mind, Ar., Xen.; aor1 ἀμέλησον Luc.
II. as adv. by all means, of course, Ar., Plat., etc.

English (Woodhouse)

assuredly, certainly, yes, by all means, in answer to a question, yeah

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)