ἀναξηραίνω: Difference between revisions
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναξηραίνω''': μέλλ. - ᾰνῶ: ἀόρ. ἀνεξήρᾱνα. Ἐπι. ὑποτακτ. ἀγξηράνη: = [[καταξηραίνω]], ὡς δ’ ὅτ’ ὁπωρινὸς Βορέης ... ἀλωὴν αἶψ’ ἀγξηράνῃ Ἰλ. Φ. 347· τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην] Ἡρόδ. 7. 109: - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, κτλ. 2) μεταφ., [[καταναλίσκω]], δαπανῶ, ἐξαντλῶ, ἀλλ’ ὅτε τὸν βαθὺν οἶκον ἀνεξήραναν ὀδόντες Καλλ. εἰς Δήμ. 114. ΙΙ. Παθ., στεγνώνομαι σπογγιζόμενος | |lstext='''ἀναξηραίνω''': μέλλ. - ᾰνῶ: ἀόρ. ἀνεξήρᾱνα. Ἐπι. ὑποτακτ. ἀγξηράνη: = [[καταξηραίνω]], ὡς δ’ ὅτ’ ὁπωρινὸς Βορέης ... ἀλωὴν αἶψ’ ἀγξηράνῃ Ἰλ. Φ. 347· τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην] Ἡρόδ. 7. 109: - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, κτλ. 2) μεταφ., [[καταναλίσκω]], δαπανῶ, ἐξαντλῶ, ἀλλ’ ὅτε τὸν βαθὺν οἶκον ἀνεξήραναν ὀδόντες Καλλ. εἰς Δήμ. 114. ΙΙ. Παθ., στεγνώνομαι σπογγιζόμενος μετὰ τὸ [[λουτρόν]], τὴν κεφαλὴν μέντοι ἀνεξηράνθαι χρὴ ὡς οἷόν τε [[μάλιστα]] ὑπὸ σπόγγου Ἱππ. π. διαιτ. ὀξέων 395. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:35, 20 April 2021
English (LSJ)
fut. -ᾰνῶ: aor. ἀνέξηρᾱνα, Ion. -ηνα, Ep. subj. ἀγξηράνῃ:—A dry up, ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς Βορέης . . ἀλωὴν αἶψ' ἀγξηράνῃ Il.21.347; τὰ ὑποζύγια ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην] Hdt.7.109:—Pass., Hp.Aër.8, Phylarch.50, Ph.2.511, etc. 2 metaph., consume, exhaust, οἶκον ἀ. ὀδόντες Call.Cer.114. II dry again, after bathing, in Pass., Hp.Acut.65.
German (Pape)
[Seite 200] auf-, austrocknen, ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδέ' ἀλωὴν αἶψ' ἀγξηράνῃ Iliad. 21, 347; ποταμόν Her. 7, 109; Callim. Cer. 114 übh. aufzehren; auch Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξηραίνω: μέλλ. - ᾰνῶ: ἀόρ. ἀνεξήρᾱνα. Ἐπι. ὑποτακτ. ἀγξηράνη: = καταξηραίνω, ὡς δ’ ὅτ’ ὁπωρινὸς Βορέης ... ἀλωὴν αἶψ’ ἀγξηράνῃ Ἰλ. Φ. 347· τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην] Ἡρόδ. 7. 109: - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, κτλ. 2) μεταφ., καταναλίσκω, δαπανῶ, ἐξαντλῶ, ἀλλ’ ὅτε τὸν βαθὺν οἶκον ἀνεξήραναν ὀδόντες Καλλ. εἰς Δήμ. 114. ΙΙ. Παθ., στεγνώνομαι σπογγιζόμενος μετὰ τὸ λουτρόν, τὴν κεφαλὴν μέντοι ἀνεξηράνθαι χρὴ ὡς οἷόν τε μάλιστα ὑπὸ σπόγγου Ἱππ. π. διαιτ. ὀξέων 395.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναξηρανῶ, ao. ἀνεξήρανα, pf. inus.
Pass. ao. ἀνεξηράνθην, pf. ἀνεξήεραμμαι;
mettre à sec, dessécher.
Étymologie: ἀνά, ξηραίνω.
English (Autenrieth)
aor. subj. ἀγξηράνῃ: dry up, Il. 21.347†.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀγξ- Il.21.347
1 secar ἀλωήν Il.l.c. (τὴν λίμνην) τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε Hdt.7.109
•en v. med.-pas. ὅταν ... ἡ ... ὑγρότης ... ἀναξηρανθῇ Hippo A 11, κεφαλὴν ... ἀνεξηράνθαι χρή Hp.Acut.65, τὸ ἕλος Phylarch.65
•evaporarse del agua ὑπὸ τῆς πήξιος ... ἀναξηραίνεται τὸ κουφότατον Hp.Aër.8.
2 fig. consumir οἶκον ὀδόντες Call.Cer.113.
Greek Monolingual
(Α ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω)
κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνω
νεοελλ.
μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνω
αρχ.
1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό
2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ξηραίνω.
ΠΑΡ. αναξήρανση (-ις), αναξηραντικός αρχ. ἀναξηρασία).
Greek Monotonic
ἀναξηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἀνεξήρᾱνα, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ἀγξηράνῃ· αποξηραίνω, καταξηραίνω, λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· αποξηραίνω ποταμό, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναξηραίνω: сушить, высушивать (ἀλωήν Hom.; ποταμόν Her.; ῥεῖθρον Plut.).
Middle Liddell
to dry up things, of the wind, Il.; to dry up a stream, Hdt.