σιδηρόω: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόω:''' покрывать железом (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ [[κεραία]]) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом.
|elrutext='''σῐδηρόω:''' [[покрывать железом]] (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ [[κεραία]]) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόω Medium diacritics: σιδηρόω Low diacritics: σιδηρόω Capitals: ΣΙΔΗΡΟΩ
Transliteration A: sidēróō Transliteration B: sidēroō Transliteration C: sidiroo Beta Code: sidhro/w

English (LSJ)

A overlay with iron, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Luc. Pisc.51:—mostly Pass., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου iron had been laid over a great part of the rest of the wood, Th.4.100, cf. Aen. Tact.20.2, al.; ῥρυμοὶ σεσιδηρωμένοι IG12.313.21; δράκοντα σεσιδηρωμένον Posidipp.26.8. II put in irons, fetter, P Lond. 2.422.1 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 880] aus Eisen, zu Eisen machen, mit Eisen beschlagen; ἐσεσιδήρωτο, Thuc. 4, 100, δράκοντα σεσιδηρωμένον, Posidipp. bei Ath IX, 376 f (V. 8); σιδηρώσας τὰς ὁρμιάς, Luc. Pisc. 51.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόω: (σίδηρος) ἐπικαλύπτω διὰ σιδήρου, σιδηρώσας ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς Λουκ. Ἁλ. 51· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, εἶχεν ἐπιτεθῇ σίδηρος καὶ εἰς μέγα μέρος τοῦ ἐπιλοίπου ξύλου, Θουκ. 4. 100· δράκοντα ... σεσιδηρωμένον Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 8· ὡσαύτως, κεκαλυμμένον ὑπὸ σιδήρου, Ἐκκλ. 2) βάλλω τινὰ εἰς τὰ «σίδερα», ἁλύσεις, Ψευδο-Καλλισθ. Α΄, 39.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
munir de fer.
Étymologie: σίδηρος.

Greek Monotonic

σῐδηρόω: μέλ. -ώσω (σίδηρος), επικαλύπτω, επιχρίω με σίδηρο, σε Λουκ. — Παθ., ἐσεσιδέρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου, είχε επιστρωθεί σίδηρος σ' ένα μεγάλο τμήμα και του υπόλοιπου ξύλου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόω: покрывать железом (τὴν ὁρμιάν Luc.): (ἡ κεραία) ἐσεσιδήρωτο Thuc. брус был обит железом.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόω [σίδηρος] met ijzer bedekken, beslaan:. ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου er was ook ijzerbeslag op een groot deel van de rest van het hout Thuc. 4.100.2.

Middle Liddell

σῐδηρόω, fut. -ώσω σίδηρος
to overlay with iron, Luc.: —Pass., ἐσεσιδήρωτο ἐπὶ μέγα καὶ τοῦ ἄλλου ξύλου iron had been laid over a great part of the rest of the wood, Thuc.