ἀργεμώνη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argemoni
|Transliteration C=argemoni
|Beta Code=a)rgemw/nh
|Beta Code=a)rgemw/nh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">Papaver Argemone, wind-rose</b>, <span class="bibl">Crateuas <span class="title">Fr.</span>9</span>, Dsc.2.177, <span class="bibl">Orib.14.60.2</span>, Gal.11.835. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἀ. ἑτέρα</b>, = [[ἄργεμον]] 11, Ps.-Dsc. 2.178; written [[argemonia]] by <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>25.102</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[Papaver Argemone]], [[wind-rose]], Crateuas Fr.9, Dsc.2.177, Orib.14.60.2, Gal.11.835.<br><span class="bld">2</span> [[ἀργεμώνη ἑτέρα]] = [[ἄργεμον]] II ([[Lappa canaria]], [[Geum urbanum]], [[avens]]), Ps.-Dsc. 2.178; written [[argemonia]] by Plin.HN25.102.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:15, 2 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργεμώνη Medium diacritics: ἀργεμώνη Low diacritics: αργεμώνη Capitals: ΑΡΓΕΜΩΝΗ
Transliteration A: argemṓnē Transliteration B: argemōnē Transliteration C: argemoni Beta Code: a)rgemw/nh

English (LSJ)

ἡ,
A Papaver Argemone, wind-rose, Crateuas Fr.9, Dsc.2.177, Orib.14.60.2, Gal.11.835.
2 ἀργεμώνη ἑτέρα = ἄργεμον II (Lappa canaria, Geum urbanum, avens), Ps.-Dsc. 2.178; written argemonia by Plin.HN25.102.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργεμώνη: ἡ, «ὅλον μέν ἐστιν ὅμοιον ἀγρίᾳ μήκωνι˙ τὸ δὲ φύλλον ἔχει ἀνεμώνῃ ὅμοιον, ἐσχισμένον, ἄνθος φοινικοῦν, κεφαλὴν δὲ ἐοικυῖαν μήκωνι ῥοιάδι, ἐπιμηκεστέραν δὲ καὶ πλατεῖαν κατὰ τὰ ἄνωθεν μέρη, ῥίζαν στρογγύλην» Διοσκ. 2. 208, ἀγριοπαπαροῦνα ἐν Ζακύνθῳ, Sibth.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): lat. argimonia Ps.Apul.Herb.31.27
bot.
1 amapola macho, Papaver argemone L., Crateuas Fr.9, Dsc.2.176, 177, Orib.14.60.2, Gal.11.835, Plin.HN 25.102.
2 ἀ. ἑτέρα prob. cariofilada, Geum urbanum L. o Caucalis grandiflora L., Ps.Dsc.2.177, Ps.Apul.l.c., Hsch.

Greek Monolingual

η (Α ἀργεμώνη)
αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη, παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η ερμηνεία της λ. από το εβρ. 'argāmān «κόκκινη βαφή» είναι σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. αργεμώνη ανήκει σε ομάδα λέξεων που σχηματίζονται με το επίθημα -ώνη και δηλώνουν ονόματα φυτών (πρβλ. ανεμώνη, ιασιώνη κ.ά.). Η προέλευση των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη].