ἐνέζομαι: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κατοικώ]] σ' έναν [[τόπο]] («τόδ' ἐνεζόμενοι [[στέγος]] ἀρχαῑον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σ' έναν [[τόπο]] («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐνέζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κατοικώ]] σ' έναν [[τόπο]] («τόδ' ἐνεζόμενοι [[στέγος]] ἀρχαῖον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σ' έναν [[τόπο]] («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέζομαι Medium diacritics: ἐνέζομαι Low diacritics: ενέζομαι Capitals: ΕΝΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enézomai Transliteration B: enezomai Transliteration C: enezomai Beta Code: e)ne/zomai

English (LSJ)

A sit in or upon, Arist.Pr.881b36. II have one's seat or abode in, c. acc. loci, τόδ' ἐ. στέγος A.Pers.140 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 836] (s. ἕζομαι), darin sitzen, Arist. probl. 5, 11, aoristisch. – Bei Aesch. Pers. 137, τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον, hineingehen, um da seinen Sitz zu nehmen. – Dazu gehört πρύμνῃ δ' ἐνεείσατο κούρην Ap. Rh. 4, 188.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέζομαι: μέλλ. -εδοῦμαι, ἀποθ., κάθημαι ἐπί τινος, Ἀριστ. Προβλ. 5. 11. ΙΙ. ἔχω τὴν ἕδραν ἢ κατοικίαν μου ἔν τινι, μετ’ αἰτιατ. τόπου, τόδ’ ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον Αἰσχύλ. Πέρσ. 140· πρβλ. ἐνίζω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. 3ᵉ sg. poét. ἐνεείσατο;
s’asseoir dans ou sur ; avec mouv. venir s’asseoir dans, acc..
Étymologie: ἐν, ἕζομαι.

Spanish (DGE)

sentarse en, tomar asiento en c. ac. τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον A.Pers.140
abs. Arist.Pr.881b36, fig. Ἔρως ... ἐνέζεται, οὐδὲ μετέστη Eros permanece sentado (sobre mi pecho) sin moverse, AP 5.268 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

ἐνέζομαι (Α)
1. εδρεύω, κατοικώ σ' έναν τόπο («τόδ' ἐνεζόμενοι στέγος ἀρχαῖον», Αισχύλ.)
2. κάθομαι σ' έναν τόπο («τὰ ἐνδιδόντα τῶν μή ἐνδιδόντων άκοπώτερά ἐστι... ἐνέζεσθαι», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἐνέζομαι: μέλ. -εδοῦμαι· αποθ., έχω την έδρα μου, την κατοικία μου σε ένα μέρος, με αιτ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέζομαι:
1) (на что-л.) садиться, aor. сидеть (ἐγκλιθῆναι καὶ ἐνέζεσθαι Arst.);
2) селиться или обитать (τὸ στέγος ἀρχαῖον Aesch.).

Middle Liddell

fut. -εδοῦμαι
Dep. to have one's abode in a place, c. acc., Aesch.