ἐπαναχώρησις: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαναχώρησις]], η (Α) [[επαναχωρώ]]<br /><b>1.</b> [[επιστροφή]] («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]] («[[μετὰ]] δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=[[ἐπαναχώρησις]], η (Α) [[επαναχωρώ]]<br /><b>1.</b> [[επιστροφή]] («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]] («μετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναχώρησις Medium diacritics: ἐπαναχώρησις Low diacritics: επαναχώρησις Capitals: ΕΠΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epanachṓrēsis Transliteration B: epanachōrēsis Transliteration C: epanachorisis Beta Code: e)panaxw/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A return, κύματος Th.3.89; retreat, D.S.25.6.

German (Pape)

[Seite 901] ἡ, das Zurückweichen, Thuc. 3, 89.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, κύματος ἐπαναχώρησις, ἐπιστροφὴ ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τῆς ξηρᾶς, ἐπίκλυσις, Θουκ. 3. 89· ὑποχώρησις, Διοδ. Ἀποσπ. 510. 31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
reflux des vagues.
Étymologie: ἐπαναχωρέω.

Greek Monolingual

ἐπαναχώρησις, η (Α) επαναχωρώ
1. επιστροφή («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», Θουκ.)
2. υποχώρηση («μετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», Διόδ.).

Greek Monotonic

ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, επιστροφή, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναχώρησις: εως ἡ
1) возвращение, отступление (ἐκ Σικελίας Diod.);
2) отлив (κύματος Thuc.).

Middle Liddell

ἐπαναχώρησις, εως [from ἐπαναχωρέω
a return, Thuc.