ἐχθίων: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῑν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ηδ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
|mltxt=[[ἐχθίων]], -ον (Α)<br />εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' [[ἐχθίων]] [[τύχη]];», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ἐχθιόνως]] (Α)<br />εχθρικότερα («[[ἐχθιόνως]] ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. [[εχθρός]] με κατάλ. -<i>ιων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[αισχρός]], <i>ηδ</i>-<i>ίων</i> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:30, 25 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχθίων Medium diacritics: ἐχθίων Low diacritics: εχθίων Capitals: ΕΧΘΙΩΝ
Transliteration A: echthíōn Transliteration B: echthiōn Transliteration C: echthion Beta Code: e)xqi/wn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, Comp. of ἐχθρός, A more hateful, A.Pers.438, S.OT272, E.El.222, Ar.Av.370, Th.4.86, Pl.Ly.214c. Adv. ἐχθιόνως, ἔχειν X.Smp.4.3.

German (Pape)

[Seite 1125] ον, comparat. zu ἐχθρός, von ἔχθος abgeleitet, Aesch. Pers. 438 u. andere Tragg., wie in Prosa, τοσούτῳ ἐχθίων γίγνεσθαι Plat. Lys. 214 c, feindseliger, verhaßter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχθίων: ῑ, ἔχθῑον, γεν. ονος, ἀνώμαλ. Συγκρ. τοῦ ἐχθρός, ἐχθρικώτερος, μισητότερος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 438, Σοφ. Ο. Τ. 272, Εὐρ. Ἠλ. 222, Ἀριστοφ. Ὄρν. 370. ― Ἐπίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν Ξεν. Συμπ. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sert de Cp. à ἐχθρός.

Greek Monolingual

ἐχθίων, -ον (Α)
εχθρικότερος, μισητότερος («καί τις γένοιτ' ἄν τῆσδ' ἔτ' ἐχθίων τύχη;», Αισχύλ.).
επίρρ...
ἐχθιόνως (Α)
εχθρικότερα («ἐχθιόνως ἔχουσιν ἤ πρὶν λαβεῖν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμ. συγκριτ. του επιθ. εχθρός με κατάλ. -ιων (πρβλ. αισχ-ίων < αισχρός, ηδ-ίων < ηδύς)].

Greek Monotonic

ἐχθίων: -ον, γεν. -ονος, ανώμ. συγκρ. του ἐχθρός, πιο μισητός, σε Τραγ.· επίρρ., ἐχθιόνως ἔχειν, είμαι περισσότερο εχθρικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐχθίων: 2, gen. ονος Trag. etc. compar. к ἐχθρός I.

Middle Liddell

ἐχθίων, ονος,
more hated, more hateful, Trag. adv., ἐχθιόνως ἔχειν to be more hostile, Xen. [irreg. comp. of ἐχθρός,]