ἰθυδίκης: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυδίκης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κρίνει δίκαια, [[ορθά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δικης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγωνο</i>-<i>δίκης</i>, <i>ειρηνο</i>-<i>δίκης</i>].
|mltxt=[[ἰθυδίκης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κρίνει δίκαια, [[ορθά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>δικης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), [[πρβλ]]. <i>αγωνο</i>-<i>δίκης</i>, <i>ειρηνο</i>-<i>δίκης</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθυδίκης Medium diacritics: ἰθυδίκης Low diacritics: ιθυδίκης Capitals: ΙΘΥΔΙΚΗΣ
Transliteration A: ithydíkēs Transliteration B: ithydikēs Transliteration C: ithydikis Beta Code: i)qudi/khs

English (LSJ)

[δῐ], ου, ὁ, A giving right judgement, Hes. Op.230, APl.4.35.

German (Pape)

[Seite 1245] gerade, gerecht richtend, Hes. O. 232, im Ggstz von σκολιαὶ δίκαι, u. Sp., wie Ep. ad. 347 (Plan. 35).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠδίκης: ῑθ-, ου, ὁ, ὁ δικαίως κρίνων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 228, ἀντίθετον τῷ δωροφάγος, αὐτόθι 219, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 35.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui juge droitement, équitablement.
Étymologie: ἰθύς, δίκη.
Ant. δωροφάγος.

Greek Monolingual

ἰθυδίκης, ὁ (Α)
αυτός που κρίνει δίκαια, ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικης (< δίκη), πρβλ. αγωνο-δίκης, ειρηνο-δίκης].

Greek Monotonic

ἰθῠδίκης: [ῑθ] δῐ], -ου, ὁ (δίκη), αυτός που εξάγει δίκαια κρίση, που αποφαίνεται δικαίως, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθῠδίκης: ου (ῑθ, δῐ) ὁ праведно судящий, справедливый (ἄνδρες Hes.).

Middle Liddell

ἰ¯θῠ-δίκης, ου, δίκη
giving right judgment, Hes.