ὀλιγοσιτία: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλιγοσιτία]]) [[ολιγόσιτος]]<br />[[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]], [[λιγοφαγία]] («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται [[καθάπερ]] oἱ νοσοῡντες», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=η (Α [[ὀλιγοσιτία]]) [[ολιγόσιτος]]<br />[[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]], [[λιγοφαγία]] («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται [[καθάπερ]] oἱ νοσοῦν
τες», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:30, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοσῑτία Medium diacritics: ὀλιγοσιτία Low diacritics: ολιγοσιτία Capitals: ΟΛΙΓΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oligositía Transliteration B: oligositia Transliteration C: oligositia Beta Code: o)ligositi/a

English (LSJ)

ἡ, A small eating, moderation in food, Arist.Pol.1272a22,Pr.863b24, Thphr.Lass. 17, Sor.1.65, etc.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigessen; Arist. pol. 2, 10; Luc. Paras. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
frugalité, sobriété.
Étymologie: ὀλιγόσιτος.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγοσιτία) ολιγόσιτος
εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῦν τες», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὀλῐγοσῑτία: ἡ, περιορισμένη κατανάλωση τροφής, εγκράτεια ως προς την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κάποιος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοσιτία: ἡ воздержность в пище Arst.

Middle Liddell

ὀλῐγοσῑτία, ἡ,
small eating, moderation in food, Arist.