ὠμήλυσις: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμήλῠσις''': -εως, ἡ, ἀντὶ ὠμὴ [[λύσις]] (ὠμὴ [[διάλυσις]]), δηλ. χονδροκοπανισμένον [[ἄλευρον]] ἐξ ὠμῆς (ἀβράστου) κριθῆς ἢ σίτου ([[ὅθεν]] συνάπτονται οἱ προσδιορισμοὶ κριθίνη ἢ [[πυρίνη]]), ἐν χρήσει [[κυρίως]] πρὸς παρασκευὴν καταπλασμάτων, Ἱππ. 741. 19., 570. 4, κλπ.· γράφεται καὶ ἐν διαστάσει, | |lstext='''ὠμήλῠσις''': -εως, ἡ, ἀντὶ ὠμὴ [[λύσις]] (ὠμὴ [[διάλυσις]]), δηλ. χονδροκοπανισμένον [[ἄλευρον]] ἐξ ὠμῆς (ἀβράστου) κριθῆς ἢ σίτου ([[ὅθεν]] συνάπτονται οἱ προσδιορισμοὶ κριθίνη ἢ [[πυρίνη]]), ἐν χρήσει [[κυρίως]] πρὸς παρασκευὴν καταπλασμάτων, Ἱππ. 741. 19., 570. 4, κλπ.· γράφεται καὶ ἐν διαστάσει, μετὰ ὠμῆς λύσεως Διοσκ. 3. 29, Γεωπον., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ύσεως, ἡ, ΜΑ<br />χοντροκοπανισμένο [[αλεύρι]] από ωμό [[σιτάρι]] ή [[κριθάρι]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]], για την [[παρασκευή]] καταπλασμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήλυσις]], [[αντί]] <i>ὠμ</i>-<i>ήλεσις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὠμ</i>-<i>ήλετον</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλέ</i>(<i>F</i>)<i>ω</i> «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» (με μηδενισμένο το [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- και [[αντιπροσώπευση]] του -<i>F</i>- με τη φωνηεντική του [[μορφή]] -<i>υ</i>- [[πριν]] από [[σύμφωνο]] και [[έκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- λόγω συνθέσεως)]. | |mltxt=-ύσεως, ἡ, ΜΑ<br />χοντροκοπανισμένο [[αλεύρι]] από ωμό [[σιτάρι]] ή [[κριθάρι]], που το χρησιμοποιούσαν, [[κυρίως]], για την [[παρασκευή]] καταπλασμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ήλυσις]], [[αντί]] <i>ὠμ</i>-<i>ήλεσις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὠμ</i>-<i>ήλετον</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλέ</i>(<i>F</i>)<i>ω</i> «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» (με μηδενισμένο το [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- και [[αντιπροσώπευση]] του -<i>F</i>- με τη φωνηεντική του [[μορφή]] -<i>υ</i>- [[πριν]] από [[σύμφωνο]] και [[έκταση]] του <i>α</i>- σε <i>η</i>- λόγω συνθέσεως)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 20 April 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A bruised meal of raw corn, esp. barley or wheat (hence with κριθίνη or πυρίνη added), used for poultices, Hp.Morb. 2.31, Nat.Mul.27, Gal.10.282, 19.156; applied without water, Id.12.863; written divisim, μετὰ ὠμῆς λύσεως Dsc.3.24, Arching. ap. Gal.12.675, Gp.14.7.7. (Compd. of ὠμός and Αλῠσις 'grinding', cf. ἄλεσις, ἀλέω, ἄλευρον, and foreg.; also perh. OE. ealu 'ale':—the form ὠμῆς λύσεως by popular etymology: εἰρῆσθαι δὲ ὅτι οὐ φρυγόμενον ἀλήθεται AB318.)
Greek (Liddell-Scott)
ὠμήλῠσις: -εως, ἡ, ἀντὶ ὠμὴ λύσις (ὠμὴ διάλυσις), δηλ. χονδροκοπανισμένον ἄλευρον ἐξ ὠμῆς (ἀβράστου) κριθῆς ἢ σίτου (ὅθεν συνάπτονται οἱ προσδιορισμοὶ κριθίνη ἢ πυρίνη), ἐν χρήσει κυρίως πρὸς παρασκευὴν καταπλασμάτων, Ἱππ. 741. 19., 570. 4, κλπ.· γράφεται καὶ ἐν διαστάσει, μετὰ ὠμῆς λύσεως Διοσκ. 3. 29, Γεωπον., κτλ.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, ΜΑ
χοντροκοπανισμένο αλεύρι από ωμό σιτάρι ή κριθάρι, που το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για την παρασκευή καταπλασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ήλυσις, αντί ὠμ-ήλεσις (πρβλ. ὠμ-ήλετον) < ἀλέ(F)ω «συντρίβω, αλέθω» (με μηδενισμένο το φωνήεν -ε- και αντιπροσώπευση του -F- με τη φωνηεντική του μορφή -υ- πριν από σύμφωνο και έκταση του α- σε η- λόγω συνθέσεως)].