μητροφόντης: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητροφόντης]], ὁ (Α)<br />[[μητροφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]» κατ' [[επίδραση]] του [[φόνος]]), | |mltxt=[[μητροφόντης]], ὁ (Α)<br />[[μητροφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[φονεύω]]» κατ' [[επίδραση]] του [[φόνος]]), [[πρβλ]]. <i>ανδρο</i>-[[φόντης]], <i>πατρο</i>-[[φόντης]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, = μητροφόνος (murdering one's mother, matricidal, slayer of a mother), E. Or. 479, 1587, Andr. 999, Arist. Rh. 1405b22.
German (Pape)
[Seite 180] ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1587 Andr. 1000.
Greek (Liddell-Scott)
μητροφόντης: ὁ, = μητροφόνος, Εὐρ. Ὀρ. 497, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. μητροφόνος.
Greek Monolingual
μητροφόντης, ὁ (Α)
μητροφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. ανδρο-φόντης, πατρο-φόντης.
Greek Monotonic
μητροφόντης: -ου, ὁ, = μητροφόνος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μητροφόντης: ου ὁ Eur., Arst. = μητροφόνος II.
Middle Liddell
μητρο-φόντης, ου, ὁ, = μητροφόνος, Eur.]