ἐπήν: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπήν''': ἐκ τοῦ [[ἐπεὶ]] καὶ ἄν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[μέχρι]] Ξεν., ὅτε κατὰ πρῶτον ἀναφαίνεται τὸ [[ἐπάν]], ἐνῷ ἐν τῇ Ἰάδι τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ. ὁ ἐπικρατὼν [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ [[ἐπεάν]]:- Σύνδεσμος [[χρονικός]], [[ὁπόταν]], [[ὅταν]]: 1) μεθ’ ὑποτακτ., α) πρὸς δήλωσιν ὑποτιθεμένης περιστάσεως, ἐπὴν [[πτολίεθρον]] ἕλωμεν Ἰλ. Δ. 239, κτλ. β) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναλαμβανομένης ἐν τῷ μέλλοντι, [[ἄμητος]] δ’ [[ὀλίγιστος]], ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα [[Ζεὺς]] Ἰλ. Τ. 223, Ὀδ. Λ. 192, Ἡρόδ. κλ. 2) μετ’ εὐκτ., α) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναληφθείσης ἐν τῷ παρελθόντι, [[ἐπεὶ]] δαΐδας παραθεῖτο Ὀδ. Β. 105, Δ. 222, κτλ. β) [[ὅπως]] ἐκφέρῃ λέξεις ἢ σκέψεις ἑτέρας, Ἰλ. Τ. 208, Ω. 227. 3) μεθ’ ὁριστ. μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Σχολ. εἰς Λουκ. Περεγρ. 9. | |lstext='''ἐπήν''': ἐκ τοῦ [[ἐπεὶ]] καὶ ἄν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[μέχρι]] Ξεν., ὅτε κατὰ πρῶτον ἀναφαίνεται τὸ [[ἐπάν]], ἐνῷ ἐν τῇ Ἰάδι τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ. ὁ ἐπικρατὼν [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ [[ἐπεάν]]:- Σύνδεσμος [[χρονικός]], [[ὁπόταν]], [[ὅταν]]: 1) μεθ’ ὑποτακτ., α) πρὸς δήλωσιν ὑποτιθεμένης περιστάσεως, ἐπὴν [[πτολίεθρον]] ἕλωμεν Ἰλ. Δ. 239, κτλ. β) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναλαμβανομένης ἐν τῷ μέλλοντι, [[ἄμητος]] δ’ [[ὀλίγιστος]], ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἰλ. Τ. 223, Ὀδ. Λ. 192, Ἡρόδ. κλ. 2) μετ’ εὐκτ., α) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναληφθείσης ἐν τῷ παρελθόντι, [[ἐπεὶ]] δαΐδας παραθεῖτο Ὀδ. Β. 105, Δ. 222, κτλ. β) [[ὅπως]] ἐκφέρῃ λέξεις ἢ σκέψεις ἑτέρας, Ἰλ. Τ. 208, Ω. 227. 3) μεθ’ ὁριστ. μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Σχολ. εἰς Λουκ. Περεγρ. 9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:25, 30 July 2022
English (LSJ)
v. ἐπεί.
German (Pape)
[Seite 920] ep. u. ion. = ἐπάν, w. m. s.; auch Thuc. 5, 47 u. 8, 58, beidemal in Dokumenten; Ar. Av. 1355 Lys. 1175; Xen. Cyr. 5, 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήν: ἐκ τοῦ ἐπεὶ καὶ ἄν, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις μέχρι Ξεν., ὅτε κατὰ πρῶτον ἀναφαίνεται τὸ ἐπάν, ἐνῷ ἐν τῇ Ἰάδι τοῦ Ἡροδ. καὶ Ἱππ. ὁ ἐπικρατὼν τύπος εἶναι τὸ ἐπεάν:- Σύνδεσμος χρονικός, ὁπόταν, ὅταν: 1) μεθ’ ὑποτακτ., α) πρὸς δήλωσιν ὑποτιθεμένης περιστάσεως, ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν Ἰλ. Δ. 239, κτλ. β) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναλαμβανομένης ἐν τῷ μέλλοντι, ἄμητος δ’ ὀλίγιστος, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεὺς Ἰλ. Τ. 223, Ὀδ. Λ. 192, Ἡρόδ. κλ. 2) μετ’ εὐκτ., α) πρὸς δήλωσιν πράξεως ἐπαναληφθείσης ἐν τῷ παρελθόντι, ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο Ὀδ. Β. 105, Δ. 222, κτλ. β) ὅπως ἐκφέρῃ λέξεις ἢ σκέψεις ἑτέρας, Ἰλ. Τ. 208, Ω. 227. 3) μεθ’ ὁριστ. μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Σχολ. εἰς Λουκ. Περεγρ. 9.
French (Bailly abrégé)
ion. et épq. c. ἐπάν.
English (Autenrieth)
when, after. See ἐπεί, also ἄν, κέν.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐπήν: σύνδ. = ἐπεί ἄν, βλ. ἐπεί Α. II.
Russian (Dvoretsky)
ἐπήν: эп.-ион. = ἐπάν.
Middle Liddell
[v. ἐπεί A. II.]
Conj. = ἐπεὶ ἄν