κραταίλεως: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (LSJ2 replacement) |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρᾰταίλεως:''' каменистый, скалистый ([[χθών]] Aesch.; [[πέδον]] Eur.). | |elrutext='''κρᾰταίλεως:''' [[каменистый]], [[скалистый]] ([[χθών]] Aesch.; [[πέδον]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρᾰταί-λεως, ων, [[λεῦς]], = λᾶς]<br />of [[hard]] stones, [[rocky]], Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=κρᾰταί-λεως, ων, [[λεῦς]], = λᾶς]<br />of [[hard]] stones, [[rocky]], Aesch., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:23, 20 August 2022
English (LSJ)
ων, gen. ω, (< κραταιός, λᾶας) of hard stones, rocky, χθών A. Ag. 666; πέδον E. El. 534.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.
Greek Monolingual
κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].
Greek Monotonic
κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίλεως: каменистый, скалистый (χθών Aesch.; πέδον Eur.).
Middle Liddell
κρᾰταί-λεως, ων, λεῦς, = λᾶς]
of hard stones, rocky, Aesch., Eur.