θρίσσα: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thrissa
|Transliteration C=thrissa
|Beta Code=qri/ssa
|Beta Code=qri/ssa
|Definition=Att. θρίττα, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a fish]],= [[τριχίας]], <span class="bibl">Anaxandr.41.52</span>, <span class="bibl">Ephipp. 12.5</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>621b16</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>40</span>(iii B.C.), al., <span class="title">Gp.</span>20.7.1: θρείσσα, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>816.20</span> (iii A.D.): θρίσσος, ὁ, is [[varia lectio|v.l.]] in <span class="title">AP</span>6.304 (Phan.).</span>
|Definition=Att. [[θρίττα]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> a [[fish]],= [[τριχίας]], Anaxandr.41.52, Ephipp. 12.5, Arist.HA621b16, PCair.Zen.40(iii B.C.), al., Gp.20.7.1: [[θρείσσα]], BGU816.20 (iii A.D.): [[θρίσσος]], ὁ, is [[varia lectio|v.l.]] in AP6.304 (Phan.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:46, 4 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρίσσα Medium diacritics: θρίσσα Low diacritics: θρίσσα Capitals: ΘΡΙΣΣΑ
Transliteration A: thríssa Transliteration B: thrissa Transliteration C: thrissa Beta Code: qri/ssa

English (LSJ)

Att. θρίττα, ἡ,
A a fish,= τριχίας, Anaxandr.41.52, Ephipp. 12.5, Arist.HA621b16, PCair.Zen.40(iii B.C.), al., Gp.20.7.1: θρείσσα, BGU816.20 (iii A.D.): θρίσσος, ὁ, is v.l. in AP6.304 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1219] att. θρίττα, ἡ, ein Fisch, = τριχίς; Arist. H. A. 9, 37; Ath. VII, 328 e; Ep. ad. (X, 9).

Greek (Liddell-Scott)

θρίσσα: Ἀττ. θρίττα, ἡ, κοινῶς «φρίσσα», κατὰ τροπὴν τοῦ θ εἰς φ, ὡς τὸ φηκάριον ἀντὶ θηκάριον κτλ. (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτην σ. 206), Ἀναξανδρ. ἐν Πρωτ. 1. 52, Ἔφιππ. ἐν Κύδ. 1. 5, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 16.

Greek Monolingual

και φρίσσα, η (ΑΜ θρίσσα Α και αττ. τύπος θρίττα και θρείσσα)
είδος σαρδέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριχ-ψα < θριξ, τριχός. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. της οικογένειας. Δηλώνει ένα είδος ψαριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή τα κόκαλα του είναι πολύ λεπτά, σαν τρίχες].

Russian (Dvoretsky)

θρίσσα: атт. θρίττα ἡ тритта (рыба неизвестного нам вида) Arst., Plut.