εμποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (AM ἐμποιῶ)<br /><b>1.</b> [[προξενώ]], [[παράγω]], [[επιφέρω]], [[ενσπείρω]], [[εμφυσώ]]<br /><b>2.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[εμβάλλω]], [[κάνω]] να γεννηθεί, [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν ὕδατος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> (για χρησμό κυρ.) [[παραποιώ]] παρεμβάλλοντας, [[διασκευάζω]] [[κάτι]] γνήσιο με [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[παρεμβάλλω]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], την [[πεποίθηση]] («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις [[ἀκολουθητέον]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> αντιποιούμαι, [[εγείρω]] αξιώσεις, [[απαιτώ]] («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
|mltxt=(-έω) (AM ἐμποιῶ)<br /><b>1.</b> [[προξενώ]], [[παράγω]], [[επιφέρω]], [[ενσπείρω]], [[εμφυσώ]]<br /><b>2.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[εμβάλλω]], [[κάνω]] να γεννηθεί, [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν ὕδατος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> (για χρησμό κυρ.) [[παραποιώ]] παρεμβάλλοντας, [[διασκευάζω]] [[κάτι]] γνήσιο με [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[παρεμβάλλω]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], την [[πεποίθηση]] («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις [[ἀκολουθητέον]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> αντιποιούμαι, [[εγείρω]] αξιώσεις, [[απαιτώ]] («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
}}
}}

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐμποιῶ)
1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ
2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.)
αρχ.
1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν ὕδατος», Αριστοφ.)
2. διαμορφώνω, σχηματίζω
3. (για χρησμό κυρ.) παραποιώ παρεμβάλλοντας, διασκευάζω κάτι γνήσιο με προσθήκη
4. γεν. παρεμβάλλω
5. (με απρμφ.) βάζω σε κάποιον την ιδέα, την πεποίθηση («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις ἀκολουθητέον εἶναι», Ξεν.)
6. μέσ. αντιποιούμαι, εγείρω αξιώσεις, απαιτώ («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).