εφέτης: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἐφέτης]])<br />[[ανώτερος]] [[δικαστής]] που δικάζει τις εφέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δικαστικός]] [[λειτουργός]] που αποτελεί [[μέλος]] του εφετείου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[άρχοντας]] (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», <b>Αισχύλ.</b><br />β. <b>μτφ.</b> «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ [[ἀκρότης]], τῶν πιστῶν τὸ [[στήριγμα]], [[μόνε]] φιλάνθρωπε», Μηναί.)<br /><b>2.</b> [[δικαστής]] υποθέσεων φόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> oἱ [[ἐφέται]]<br />(στην Αθήνα) αιρετή [[αρχή]] δικαστών οι οποίοι αποφάσιζαν σε [[περί]] φόνων δίκες («ἐάν δὲ τις ἀνδροφόνον κτείνῃ ἤ [[αἴτιος]] ᾖ φόνου... ἐν τοῖς | |mltxt=ο (ΑΜ [[ἐφέτης]])<br />[[ανώτερος]] [[δικαστής]] που δικάζει τις εφέσεις<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δικαστικός]] [[λειτουργός]] που αποτελεί [[μέλος]] του εφετείου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηγεμόνας]], [[άρχοντας]] (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», <b>Αισχύλ.</b><br />β. <b>μτφ.</b> «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ [[ἀκρότης]], τῶν πιστῶν τὸ [[στήριγμα]], [[μόνε]] φιλάνθρωπε», Μηναί.)<br /><b>2.</b> [[δικαστής]] υποθέσεων φόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> oἱ [[ἐφέται]]<br />(στην Αθήνα) αιρετή [[αρχή]] δικαστών οι οποίοι αποφάσιζαν σε [[περί]] φόνων δίκες («ἐάν δὲ τις ἀνδροφόνον κτείνῃ ἤ [[αἴτιος]] ᾖ φόνου... ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι, διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπάρχουν δύο ομότυπα [[σύνθετα]] με διαφορετική [[σημασία]]<br />το ένα [[είναι]] παράγωγο του ρ. [[ἐφίημι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἵημι]] «[[ρίπτω]]»), ενώ το [[άλλο]] του ρ. <i>ἐφίεμαι</i> «[[επιθυμώ]]». Από το τελευταίο αυτό παράγεται το μοναδικό παράγωγο [[εφετμή]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 28 March 2021
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἐφέτης)
ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις
νεοελλ.
δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος του εφετείου
μσν.-αρχ.
1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ.
β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε», Μηναί.)
2. δικαστής υποθέσεων φόνου
αρχ.
πληθ. oἱ ἐφέται
(στην Αθήνα) αιρετή αρχή δικαστών οι οποίοι αποφάσιζαν σε περί φόνων δίκες («ἐάν δὲ τις ἀνδροφόνον κτείνῃ ἤ αἴτιος ᾖ φόνου... ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι, διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπάρχουν δύο ομότυπα σύνθετα με διαφορετική σημασία
το ένα είναι παράγωγο του ρ. ἐφίημι (< επί + ἵημι «ρίπτω»), ενώ το άλλο του ρ. ἐφίεμαι «επιθυμώ». Από το τελευταίο αυτό παράγεται το μοναδικό παράγωγο εφετμή].