ἐνίσχω: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνίσχω]] (AM)<br />άλλ. τ. του [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[μέσα]], [[συγκρατώ]]<br />[[ίδια]] σημ. και το μέσ. <i>ενίσχομαι</i> («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῑς», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=[[ἐνίσχω]] (AM)<br />άλλ. τ. του [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[μέσα]], [[συγκρατώ]]<br />[[ίδια]] σημ. και το μέσ. <i>ενίσχομαι</i> («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:00, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνίσχω Medium diacritics: ἐνίσχω Low diacritics: ενίσχω Capitals: ΕΝΙΣΧΩ
Transliteration A: eníschō Transliteration B: enischō Transliteration C: enischo Beta Code: e)ni/sxw

English (LSJ)

A = ἐνέχω:—Med., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν to keep in one's voice, Plu.Cic.35:—Pass., to be held fast, Hdt.4.43; προχοῇσιν A.R. 1.11; ἔν τινι v.l. for ἐνεχ- in X.An.7.4.17; of phlegm, etc., to be impacted, χυμοὶ ἐνισχόμενοι Gal.15.221

German (Pape)

[Seite 846] = ἐνέχω, festhalten; pass., stecken bleiben, τὸ πλοῖον οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν ἀλλ' ἐνίσχεσθαι Her. 4, 43; Sp., z. B. πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν Ap. Rh. 1, 11; von der Rede, Plut. Cic. 35. Auch Xen. An. 7, 4, 17 hat Krüger ἐνισχομένων τῶν πελτῶν ἐν τοῖς σταυροῖς für ἐνεχομένων geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίσχω: ἐνέχω: Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, ἐνέχειν, κρατεῖν αὐτὴν ἐντός, Πλουτ. Κικ. 35: - Παθ., κρατοῦμαι, ἐμποδίζομαι, τὸ πλοῖον τὸ πρόσω οὐ δυνατὸν ἔτι προβαίνειν, ἀλλ’ ἐνίσχεσθαι Ἡρόδ. 4. 43· τινι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 11· ἔν τινι Ξεν. Ἀν. 7. 4, 17.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
arrêter ; Pass. être arrêté, entravé;
Moy. ἐνίσχομαι contenir, modérer : τὴν φωνήν PLUT sa voix.
Étymologie: ἐν, ἴσχω.

Greek Monolingual

ἐνίσχω (AM)
άλλ. τ. του ενέχω
1. κρατώ μέσα, συγκρατώ
ίδια σημ. και το μέσ. ενίσχομαι («τὴν φωνὴν ἐνισχόμενος», Πλούτ.)
2. παθ. εμποδίζομαι, κρατούμαι, δεσμεύομαι («ἐνισχομένων τῶν πελτῶν τοῖς σταυροῖς», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐνίσχω: = ἐνέχω· Μέσ., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν, εμποδίζω τη φωνή να βγει, σε Πλούτ. — Παθ., βαστιέμαι, κρατιέμαι, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐνίσχω: Her., Xen., Plut. = ἐνέχω.

Middle Liddell

= ἐνέχω
Mid., ἐνίσχεσθαι τὴν φωνήν to keep in one's voice, Plut.:—Pass. to be held fast, Hdt., Xen.