εὐχωλιμαῖος: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐχωλῐμαῖος:''' связавший себя обетом Her. | |elrutext='''εὐχωλῐμαῖος:''' [[связавший себя обетом]] Her. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐχωλῐμαῖος, η, ον [from [[εὐχωλή]]<br />[[bound]] by a vow, Hdt. | |mdlsjtxt=εὐχωλῐμαῖος, η, ον [from [[εὐχωλή]]<br />[[bound]] by a vow, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 20 August 2022
English (LSJ)
α, ον,
A bound by a vow, under a vow, Hdt.2.63; used as translation of Celtic soldurii, Nic.Dam.Fr.80 J.
2εὐχωλιμαῖαι θέαι = votive spectacles, Lat. ludi votivi, D.C.79.9.
II = εὐκταῖος, yearned, longed for, Poll.5.130.
German (Pape)
[Seite 1111] 11 durch ein Gelübde verpflichtet, Her. 2, 63, dem εὐχωλὴν ἐπιτελέοντες entsprechend; vgl. Ath. VI, 249 b; θέαι, ludi votivi, D. Cass. 79, 9. – 2) erwünscht, = εὐκταῖος, Poll. 5, 130.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, διατελῶν ὑπὸ εὐχήν, τάξιμον, οἱ εὐχωλιμαῖοι Ἡρόδ. 2. 63, ὅστις ὀλίγον ἀνωτέρω δίδει καὶ τὴν ἑρμηνείαν, εὐχωλὰς ἐπιτελέοντες: - τὸ εὐχωλιμαῖοι χρησιμεύει πρὸς μετάφρασιν τῆς Γαλατικῆς λέξεως σιλόδουροι, Νικόλ. Δαμασκην. παρ’ Ἀθην. 249Β. 2) εὐχ. θέαι, Λατ. ludi votivi, Δίων Κ. 79. 9. ΙΙ. = εὐκταῖος, εὐκτός, ἐπιθυμητός, Πολυδ. Ε΄, 130.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
lié par un vœu.
Étymologie: εὐχωλή.
Greek Monolingual
εὐχωλιμαῖος, -ον (Α) ευχωλή
1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία
2. επιθυμητός, ευκταίος
3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῖς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).
Greek Monotonic
εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, δεσμευμένος από τάμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐχωλῐμαῖος: связавший себя обетом Her.