έπαρση: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἔπαρσις]]) [[επαίρω]]<br /><b>1.</b> [[ανύψωση]]<br />(«[[έπαρση]] σημαίας»)<br /><b>2.</b> [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]] ( | |mltxt=η (AM [[ἔπαρσις]]) [[επαίρω]]<br /><b>1.</b> [[ανύψωση]]<br />(«[[έπαρση]] σημαίας»)<br /><b>2.</b> [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]] («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως [[εἶδος]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για ύφος) ύψος<br /><b>2.</b> [[υπερεκτίμηση]], «[[μεγάλη]] [[ιδέα]]» για κάποιον<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[μεγαλεία]] («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)<br />β) [[μεγαλοπρέπεια]] («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' [[αφεντιά]] [[μεγάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οίδημα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>2.</b> [[ανύψωση]], [[ανάταση]] («[[ἔπαρσις]] τῶν χειρῶν μου [[θυσία]] ἑσπερινή»)<br /><b>3.</b> [[ερήμωση]], [[καταστροφή]]<br /><b>4.</b> <b>συνεκδ.</b> [[σωρός]] ερειπίων<br /><b>5.</b> (για μηχανές) [[ανύψωση]], [[βολή]]<br /><b>6.</b> [[εξέγερση]], [[ερεθισμός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:05, 27 May 2022
Greek Monolingual
η (AM ἔπαρσις) επαίρω
1. ανύψωση
(«έπαρση σημαίας»)
2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῖ δὲ τὸ τοιοῦτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.)
μσν.
1. (για ύφος) ύψος
2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον
3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ' ἀγαθὰ κ' οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν»)
β) μεγαλοπρέπεια («μ' έπαρσες ρηγατικές και μ' αφεντιά μεγάλη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. οίδημα, πρήξιμο
2. ανύψωση, ανάταση («ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»)
3. ερήμωση, καταστροφή
4. συνεκδ. σωρός ερειπίων
5. (για μηχανές) ανύψωση, βολή
6. εξέγερση, ερεθισμός.