ορθός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρθός]], Α λακων. τ. [[ὀρσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]], [[στητός]], όρθιος («ὀρθαὶ δὲ [[τρίχες]] ἔσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε [[ορθός]] και [[σιωπηλός]]»).<br /><b>3.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]] («[[Ἀπόλλων]] ὀρθὸν ἰθύνοι [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωστός]], μη [[εσφαλμένος]] (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίκαιος]], [[ενδεδειγμένος]] (α. «ορθή [[παρατήρηση]]» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σχηματίζει [[γωνία]] 90 μοιρών («ορθή [[γωνία]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθός]] [[λόγος]]»<br />i) η σωστή [[σκέψη]]<br />ii) <b>(φιλοσ.)</b> ο [[λόγος]] ως [[πηγή]] γνώσης και [[κριτήριο]] της αλήθειας, ο [[ορθολογισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ορθό]]<br />α) το [[λογικό]], το [[πρέπον]], το σωστό<br />β) η τελική [[μοίρα]] του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. [[ευθύ]] ή [[απευθυσμένο]]<br />| (μσν.-αρχ.) (το αρσ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[ορθόδοξος]] στην [[πίστη]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]] («ὀρθὴ [[μανία]]», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[μεγαλόφρων]] («σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανήσυχος]], [[ανάστατος]], [[ταραγμένος]] για [[κάτι]] («ὀρθὴ ἦν ἡ [[πόλις]] ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν», Λυκούργ.)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρθή</i><br />(ενν. [[πτώσις]]) η ονομαστική<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρθόν</i><br />η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀρθᾷ χερί» — [[κατευθείαν]], [[αμέσως]]<br />β) «ὀρθὸν οὖς [[ἵστημι]]» — [[ακούω]] με [[προσοχή]]<br />γ) «κατ' ὀρθόν» — [[ορθώς]]<br />δ) «ε(ἰ)ς ὀρθόν» — στην καλή [[κατεύθυνση]], στον καλό τον δρόμο<br />ε) «ὀρθὸς [[τόνος]]» — [[πλήρης]] [[τόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον τόνο τών εγκλιτικών<br />στ) «ὀρθὰ ρήματα» — τα ενεργητικά ρήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ορθώς]] και [[ορθά]] (ΑΜ ὀρθῶς)<br /><b>1.</b> σε ορθή [[στάση]], όρθια («τοῖς δ' ἀνθρώποις οὐ ῥᾳδιον ὀρθῶς ἑστῶσι διαμένειν, ἀλλὰ δεῑται τὸ [[σῶμα]] ἀναπαύσεως καὶ καθέδρας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όπως [[πρέπει]], σωστά (α. «δεν απάντησε [[ορθά]] στις περισσότερες ερωτήσεις» β. «ὀρθῶς ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράγματι]], όντως, αληθινά («τοὺς ὀρθῶς φιλομαθεῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> δίκαια («ὀρθῶς τε ἐτιμωρησάμεθα κατὰ τὸν πᾱσι νόμον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀρθός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>FορθFός</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>werdh</i>- / <i>wredh</i>- «[[μεγαλώνω]], [[ανεβαίνω]], [[ψηλός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>rdhva</i>- «[[ίσιος]], [[ψηλός]]»). Την ύπαρξη αρκτικού -<i>F</i>- στην ελλ. λ. επιβεβαιώνουν το αργειακό ανθρωπωνύμιο <i>Fορθαγόρας</i>, <i>τα</i> λακων. <i>Fορθασία</i>, <i>Fορθεία</i> (<b>βλ. λ.</b> [[Ορθεία]]) και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βορσόν]]<br /><i>σταυρόν</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθ., το επίθ. [[ορθός]] δεν εμφανίζει αρκτικό -<i>F</i>- και συνδέεται με το ρ. [[ὄρνυμι]] «[[κινώ]], [[σηκώνω]]». Αυτή η [[άποψη]] στηρίζεται στην [[απουσία]] -<i>F</i>- στο μυκηναϊκό <i>otwoweo</i>, αν υποτεθεί ότι ο τ. αυτός αντιστοιχεί με <i>ὀρθF</i>-<i>ώFεος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ους</i>). Ωστόσο, η [[απουσία]] -<i>F</i>- θα μπορούσε να οφείλεται και σε ανομοιωτική [[αποβολή]]. Η [[οικογένεια]] του επιθ. [[ὀρθός]] από την αρχική σημ. «[[ίσιος]], [[κάθετος]]» διευρύνθηκε μεθομηρικά και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις περισσότερο αφηρημένες ηθικές έννοιες «[[σωστός]], [[τίμιος]], [[αληθής]], [[δίκαιος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όρθιος</i>, [[ορθότητα]](-<i>της</i>), [[ορθώνω]](-<i>ώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορθάδιος]], [[ορθεύω]], [[ορθηλός]], [[ορθηρός]], [[ορθοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορθίς]], [[ορθίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>ορθ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άνορθος</i>, [[έξορθος]], [[κάτορθος]], [[πάρορθος]], <i>ύπορθος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόρθος]]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀρθός]], Α λακων. τ. [[ὀρσός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]], [[στητός]], όρθιος («ὀρθαὶ δὲ [[τρίχες]] ἔσταν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε [[ορθός]] και [[σιωπηλός]]»).<br /><b>3.</b> [[ευθύς]], [[ίσιος]] («[[Ἀπόλλων]] ὀρθὸν ἰθύνοι [[βέλος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωστός]], μη [[εσφαλμένος]] (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[δίκαιος]], [[ενδεδειγμένος]] (α. «ορθή [[παρατήρηση]]» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> αυτός που σχηματίζει [[γωνία]] 90 μοιρών («ορθή [[γωνία]]»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθός]] [[λόγος]]»<br />i) η σωστή [[σκέψη]]<br />ii) <b>(φιλοσ.)</b> ο [[λόγος]] ως [[πηγή]] γνώσης και [[κριτήριο]] της αλήθειας, ο [[ορθολογισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ορθό]]<br />α) το [[λογικό]], το [[πρέπον]], το σωστό<br />β) η τελική [[μοίρα]] του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. [[ευθύ]] ή [[απευθυσμένο]]<br />| (μσν.-αρχ.) (το αρσ. ως επίθ. και ως ουσ.) [[ορθόδοξος]] στην [[πίστη]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνήσιος]], [[πραγματικός]], [[αληθινός]] («ὀρθὴ [[μανία]]», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[ασφαλής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ευσταθής]], [[σταθερός]], [[μεγαλόφρων]] («σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ανήσυχος]], [[ανάστατος]], [[ταραγμένος]] για [[κάτι]] («ὀρθὴ ἦν ἡ [[πόλις]] ἐπὶ τοῖς συμβεβηκόσιν», Λυκούργ.)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρθή</i><br />(ενν. [[πτώσις]]) η ονομαστική<br /><b>6.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀρθόν</i><br />η [[δικαιοσύνη]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀρθᾷ χερί» — [[κατευθείαν]], [[αμέσως]]<br />β) «ὀρθὸν οὖς [[ἵστημι]]» — [[ακούω]] με [[προσοχή]]<br />γ) «κατ' ὀρθόν» — [[ορθώς]]<br />δ) «ε(ἰ)ς ὀρθόν» — στην καλή [[κατεύθυνση]], στον καλό τον δρόμο<br />ε) «ὀρθὸς [[τόνος]]» — [[πλήρης]] [[τόνος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον τόνο τών εγκλιτικών<br />στ) «ὀρθὰ ρήματα» — τα ενεργητικά ρήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ορθώς]] και [[ορθά]] (ΑΜ ὀρθῶς)<br /><b>1.</b> σε ορθή [[στάση]], όρθια («τοῖς δ' ἀνθρώποις οὐ ῥᾳδιον ὀρθῶς ἑστῶσι διαμένειν, ἀλλὰ δεῖται τὸ [[σῶμα]] ἀναπαύσεως καὶ καθέδρας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> όπως [[πρέπει]], σωστά (α. «δεν απάντησε [[ορθά]] στις περισσότερες ερωτήσεις» β. «ὀρθῶς ἔλεξας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράγματι]], όντως, αληθινά («τοὺς ὀρθῶς φιλομαθεῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> δίκαια («ὀρθῶς τε ἐτιμωρησάμεθα κατὰ τὸν πᾱσι νόμον», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[ὀρθός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>FορθFός</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>werdh</i>- / <i>wredh</i>- «[[μεγαλώνω]], [[ανεβαίνω]], [[ψηλός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>rdhva</i>- «[[ίσιος]], [[ψηλός]]»). Την ύπαρξη αρκτικού -<i>F</i>- στην ελλ. λ. επιβεβαιώνουν το αργειακό ανθρωπωνύμιο <i>Fορθαγόρας</i>, <i>τα</i> λακων. <i>Fορθασία</i>, <i>Fορθεία</i> (<b>βλ. λ.</b> [[Ορθεία]]) και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βορσόν]]<br /><i>σταυρόν</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθ., το επίθ. [[ορθός]] δεν εμφανίζει αρκτικό -<i>F</i>- και συνδέεται με το ρ. [[ὄρνυμι]] «[[κινώ]], [[σηκώνω]]». Αυτή η [[άποψη]] στηρίζεται στην [[απουσία]] -<i>F</i>- στο μυκηναϊκό <i>otwoweo</i>, αν υποτεθεί ότι ο τ. αυτός αντιστοιχεί με <i>ὀρθF</i>-<i>ώFεος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ους</i>). Ωστόσο, η [[απουσία]] -<i>F</i>- θα μπορούσε να οφείλεται και σε ανομοιωτική [[αποβολή]]. Η [[οικογένεια]] του επιθ. [[ὀρθός]] από την αρχική σημ. «[[ίσιος]], [[κάθετος]]» διευρύνθηκε μεθομηρικά και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τις περισσότερο αφηρημένες ηθικές έννοιες «[[σωστός]], [[τίμιος]], [[αληθής]], [[δίκαιος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>όρθιος</i>, [[ορθότητα]](-<i>της</i>), [[ορθώνω]](-<i>ώ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ορθάδιος]], [[ορθεύω]], [[ορθηλός]], [[ορθηρός]], [[ορθοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορθίς]], [[ορθίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Για σύνθ. με Α' συνθετικό <b>βλ.</b> <i>ορθ</i>[[ο]]-). (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άνορθος</i>, [[έξορθος]], [[κάτορθος]], [[πάρορθος]], <i>ύπορθος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ολόρθος]]].
}}
}}

Revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, -ή, -όν)
1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.)
2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»).
3. ευθύς, ίσιοςἈπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι βέλος», Αισχύλ.)
4. σωστός, μη εσφαλμένος (α. «όλες οι απαντήσεις του ήταν ορθές» β. «ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ' ἐστίν, ἀσφαλὴς δ' ὁ νοῡς», Σοφ.)
5. δίκαιος, ενδεδειγμένος (α. «ορθή παρατήρηση» β. «μόνοι ἔτ' ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ», Σοφ.)
6. αυτός που σχηματίζει γωνία 90 μοιρών («ορθή γωνία»)
7. φρ. «ορθός λόγος»
i) η σωστή σκέψη
ii) (φιλοσ.) ο λόγος ως πηγή γνώσης και κριτήριο της αλήθειας, ο ορθολογισμός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορθό
α) το λογικό, το πρέπον, το σωστό
β) η τελική μοίρα του κόλου, η οποία καταλήγει στον πρωκτό, αλλ. ευθύ ή απευθυσμένο