υαλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑαλοειδής]], -ές, ΝΑ<br />αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο [[στιλπνός]] και [[διαφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υαλοειδές [[σώμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[διαφανής]] [[πηκτοειδής]] [[σφαιρικός]] [[σχηματισμός]] του ματιού [[μεταξύ]] του κρυσταλλοειδούς φακού, του ακτινωτού κύκλου και του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, που αποτελείται από ένα [[δίκτυο]] κολλαγόνων ινών, περιέχει υαλουρονικό οξύ και αντιπροσωπεύει τα [[τέσσερα]] πέμπτα του όγκου του οφθαλμικού βολβού<br />β) «[[υαλοειδής]] [[χόνδρος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μορφή]] χόνδρου του οποίου η όψη θυμίζει [[γυαλί]] και από τον οποίο αποτελούνται στον ενήλικο οι πλευρικοί και αρθρικοί χόνδροι και οι χόνδροι τών αεροφόρων [[οδών]]<br />γ) «[[υαλοειδής]] [[εκφύλιση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] κυτταρικής εκφύλισης στην οποία το [[κυτταρόπλασμα]], ο [[πυρήνας]] και τα διάφορα οργανίδια του κυττάρου δεν ξεχωρίζουν [[μεταξύ]] τους, χάνοντας τις συνήθεις ιστοχημικές ιδιότητές τους<br />δ) «υαλοειδείς μεμβράνες»<br /><b>ιατρ.</b> εναποθέσεις διαφανούς άνιστης ομοιογενούς ουσίας [[πάνω]] στο [[τοίχωμα]] τών πνευμονικών κυψελίδων, οι οποίες χαρακτηρίζουν το [[σύνδρομο]] οξείας αναπνευστικής δυσφορίας του νεογέννητου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ὑαλοειδὴς [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου, [[πιθανώς]] το [[τοπάζι]] <b>(θεόφρ.)</b><br />β) «ὑαλοειδὴς χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῡ» — ο [[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]] του οφθαλμού (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές / [[ὑαλοειδής]], -ές, ΝΑ<br />αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο [[στιλπνός]] και [[διαφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «υαλοειδές [[σώμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[διαφανής]] [[πηκτοειδής]] [[σφαιρικός]] [[σχηματισμός]] του ματιού [[μεταξύ]] του κρυσταλλοειδούς φακού, του ακτινωτού κύκλου και του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, που αποτελείται από ένα [[δίκτυο]] κολλαγόνων ινών, περιέχει υαλουρονικό οξύ και αντιπροσωπεύει τα [[τέσσερα]] πέμπτα του όγκου του οφθαλμικού βολβού<br />β) «[[υαλοειδής]] [[χόνδρος]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μορφή]] χόνδρου του οποίου η όψη θυμίζει [[γυαλί]] και από τον οποίο αποτελούνται στον ενήλικο οι πλευρικοί και αρθρικοί χόνδροι και οι χόνδροι τών αεροφόρων [[οδών]]<br />γ) «[[υαλοειδής]] [[εκφύλιση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[μορφή]] κυτταρικής εκφύλισης στην οποία το [[κυτταρόπλασμα]], ο [[πυρήνας]] και τα διάφορα οργανίδια του κυττάρου δεν ξεχωρίζουν [[μεταξύ]] τους, χάνοντας τις συνήθεις ιστοχημικές ιδιότητές τους<br />δ) «υαλοειδείς μεμβράνες»<br /><b>ιατρ.</b> εναποθέσεις διαφανούς άνιστης ομοιογενούς ουσίας [[πάνω]] στο [[τοίχωμα]] τών πνευμονικών κυψελίδων, οι οποίες χαρακτηρίζουν το [[σύνδρομο]] οξείας αναπνευστικής δυσφορίας του νεογέννητου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ὑαλοειδὴς [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου, [[πιθανώς]] το [[τοπάζι]] <b>(θεόφρ.)</b><br />β) «ὑαλοειδὴς χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ» — ο [[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]] του οφθαλμού (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ές / ὑαλοειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών
2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα»
ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός του ματιού μεταξύ του κρυσταλλοειδούς φακού, του ακτινωτού κύκλου και του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, που αποτελείται από ένα δίκτυο κολλαγόνων ινών, περιέχει υαλουρονικό οξύ και αντιπροσωπεύει τα τέσσερα πέμπτα του όγκου του οφθαλμικού βολβού
β) «υαλοειδής χόνδρος»
ανατ. μορφή χόνδρου του οποίου η όψη θυμίζει γυαλί και από τον οποίο αποτελούνται στον ενήλικο οι πλευρικοί και αρθρικοί χόνδροι και οι χόνδροι τών αεροφόρων οδών
γ) «υαλοειδής εκφύλιση»
ιατρ. μορφή κυτταρικής εκφύλισης στην οποία το κυτταρόπλασμα, ο πυρήνας και τα διάφορα οργανίδια του κυττάρου δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, χάνοντας τις συνήθεις ιστοχημικές ιδιότητές τους
δ) «υαλοειδείς μεμβράνες»
ιατρ. εναποθέσεις διαφανούς άνιστης ομοιογενούς ουσίας πάνω στο τοίχωμα τών πνευμονικών κυψελίδων, οι οποίες χαρακτηρίζουν το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσφορίας του νεογέννητου
αρχ.
φρ. α) «ὑαλοειδὴς λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, πιθανώς το τοπάζι (θεόφρ.)
β) «ὑαλοειδὴς χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ» — ο κρυσταλλοειδής φακός του οφθαλμού (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + -ειδής].