τρίτατος: Difference between revisions
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άτη, -ον, και αιολ. τ. [[τέρτατος]], -άτα, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[τρίτος]] («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ',... | |mltxt=-άτη, -ον, και αιολ. τ. [[τέρτατος]], -άτα, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[τρίτος]] («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ',...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το θηλ. στην αιτ. εν.) <i>τριτάτην</i><br />στην [[τρίτη]] [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκτεταμένος ποιητ. τ. του [[τρίτος]] με [[επίθημα]] -<i>ατος</i> του υπερθ. βαθμού (<b>πρβλ.</b> [[μέσος]]: [[μέσσατος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[τέτρατος]], [[άλλος]] τ. του [[τέταρτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:25, 20 April 2021
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, lengthd. poet. for τρίτος, A like μέσσατος for μέσος, Il.1.252, 14.117, E.Hipp.135 (lyr.), A.R.1.53; τριτάτην, abs., in the third place, IG4.682.14 (Hermione: so Boeckh; τρίτατ' ἦν Fraenkel).
German (Pape)
[Seite 1148] poet. verlängerte Form statt τρίτος; Il. 14, 117 Od. 9, 89 u. öfter; auch Eur. Hipp. 135. τριτάω, davon nur τριτόωσα σελήνη, der Mond am dritten Tage vom Neumond ab, Arat. Dios. 64.
Greek (Liddell-Scott)
τρίτᾰτος: -η, -ον, κατὰ ποιητικ. ἐπέκτασιν ἀντὶ τρίτος, ὡς τὸ μέσσατος ἀντὶ μέσος, Ἰλ. Α. 252, Ξ. 117, κλπ.· τριτάτην, ἀπολ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1212. 14.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
c. τρίτος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-άτη, -ον, και αιολ. τ. τέρτατος, -άτα, -ον, Α
1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ',...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.)
2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην
στην τρίτη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. του τρίτος με επίθημα -ατος του υπερθ. βαθμού (πρβλ. μέσος: μέσσατος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το τέτρατος, άλλος τ. του τέταρτος.
Greek Monotonic
τρίτᾰτος: [ῐ], -η, -ον, κατά ποιητ. παρέκταση αντί τρίτος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τρίτᾰτος: Hom., Eur. = τρίτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίτατος -η -ον poët. derde.
Middle Liddell
τρῐ́τᾰτος, η, ον poet. lengthd. for τρίτος, Il.]