μετριοπάθεια: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metriopatheia | |Transliteration C=metriopatheia | ||
|Beta Code=metriopa/qeia | |Beta Code=metriopa/qeia | ||
|Definition=[<b class="b3">πᾰ], ἡ</b>, | |Definition=[<b class="b3">πᾰ], ἡ</b>, [[restraint over the passions]], <span class="bibl">Ph.1.113</span>, Plu.2.102d, <span class="bibl">App.<span class="title">Pun.</span>52</span>, <span class="bibl">57</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span> 239.6</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>32</span>:—written μετριο-πᾰθία, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.272 S. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:20, 24 August 2022
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ, restraint over the passions, Ph.1.113, Plu.2.102d, App.Pun.52, 57, Alex.Aphr.in Top. 239.6, Porph.Sent.32:—written μετριο-πᾰθία, Phld.Rh.2.272 S.
German (Pape)
[Seite 162] ἡ, Mäßigung in Leidenschaften, Plut. adv. Col. 22 S. Emp. pyrrh. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
μετριοπάθεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μετριότης, περιορισμὸς τῶν παθῶν, Πλούτ. 2. 102D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
modération dans les passions ou dans les sentiments.
Étymologie: μετριοπαθής.
Greek Monolingual
η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) μετριοπαθής
1. η ιδιότητα του μετριοπαθούς, περιορισμός του πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.)
2. έλλειψη αδιαλλαξίας, συμβιβαστικότητα, υποχωρητικότητα, σύνεση, σωφροσύνη («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη κατάσταση πρέπει να δείξουμε μετριοπάθεια»).
Russian (Dvoretsky)
μετριοπάθεια: (πᾰ) ἡ сдержанность в страстях, умеренность, выдержка Plut.