Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύλλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syllektros
|Transliteration C=syllektros
|Beta Code=su/llektros
|Beta Code=su/llektros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[partner of the bed]], [[husband]] or [[wife]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1268</span>, cf. <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.874 (Egypt); σ. ἄνασσα <span class="title">AP</span>9.657 (Marian.); <b class="b3">σ. Διός</b> [[sharing]] [Alcmena's] [[bed with]] Zeus, of Amphitryon, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span> 1</span>; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.</span>
|Definition=ον, [[partner of the bed]], [[husband]] or [[wife]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1268</span>, cf. <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.874 (Egypt); σ. ἄνασσα <span class="title">AP</span>9.657 (Marian.); <b class="b3">σ. Διός</b> [[sharing]] [Alcmena's] [[bed with]] Zeus, of Amphitryon, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span> 1</span>; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύλλεκτρος Medium diacritics: σύλλεκτρος Low diacritics: σύλλεκτρος Capitals: ΣΥΛΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: sýllektros Transliteration B: syllektros Transliteration C: syllektros Beta Code: su/llektros

English (LSJ)

ον, partner of the bed, husband or wife, E.HF1268, cf. Supp.Epigr.2.874 (Egypt); σ. ἄνασσα AP9.657 (Marian.); σ. Διός sharing [Alcmena's] bed with Zeus, of Amphitryon, E.HF 1; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.

German (Pape)

[Seite 975] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ehegattinn, Eur. Herc. Fur. 1268 u. sp. D., wie Agath. 49 (IX, 657); auch Luc. D. D. 6, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σύλλεκτρος: -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ αὐτοῦ λέκτρου, σύνευνος, ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ Διός, περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, αὐτόθι 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage la couche de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, λέκτρον.

Greek Monolingual

-ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ
σύνευνος, σύζυγος
αρχ.
φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος»
α) προσωνυμία του Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι της Αλκμήνης και του Διός
β) προσωνυμία του Ιξίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. ομό-λεκτρος].

Greek Monotonic

σύλλεκτρος: -ον (λέκτρον), σύντροφος στο ίδιο κρεβάτι, ερωτικός σύντροφος, λέγεται για άντρα ή γυναίκα, σύζυγος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύλλεκτρος: II ὁ и ἡ супруг(а) Eur., Anth.
разделяющий ложе (Διός Eur. и τῷ Διί Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύλλεκτρος -οῦ, ὁ [σύν, λέκτρον] iemand die het bed deelt, bedgenoot, van een echtgenote; Eur. HF 1268; van mannen. τὸν Δίος σύλλεκτρον degene die het bed deelde met Zeus (d.w.z. die net als Zeus met Alcmene naar bed ging) Eur. HF 1; σ. τῷ Διί bedgenoot van Zeus (van Ixion, die met Hera naar bed wilde) Luc. 79.9.5.

Middle Liddell

σύλ-λεκτρος, ον, λέκτρον
partner of the bed, Eur.

English (Woodhouse)

husband, wife, of a man

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)