εὐμεταχείριστος: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
mNo edit summary |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο [[βολικός]] («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύχρηστος]] («[[λόγος]] εὐμεταχειριστότερος», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο αντιμετωπίζει [[κάποιος]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμεταχειρίστως</i> (Α)<br />με τρόπο ευκολομεταχείριστο, βολικά, με [[επιδεξιότητα]] («εὐμεταχειρίστως τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[χειρίζομαι]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμεταχείριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο [[βολικός]] («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται [[κάποιος]] εύκολα, ο [[εύχρηστος]] («[[λόγος]] εὐμεταχειριστότερος», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο αντιμετωπίζει [[κάποιος]] εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐμεταχειρίστως</i> (Α)<br />με τρόπο ευκολομεταχείριστο, βολικά, με [[επιδεξιότητα]] («εὐμεταχειρίστως τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>μετα</i>-[[χειρίζομαι]] ([[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]], <i>δυσ</i>-<i>μετα</i>-[[χείριστος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον,
A manageable, of persons, Isoc.Ep.2.20, Pl. Phdr.240a, X.An.2.6.20; of things, Onos.6.5; λόγος εὐμεταχειριστότερος Isoc.Ep. 9.2; σώματα εὐ. τῇ τέχνῃ Max.Tyr.10.3; χρεία εὐ. πρὸς τὸ ζῆν Arist. Pol.1257a37.
2 easy to cope with, ἰσχύς Th.6.85, cf. X.HG5.2.15; of persons, D.H.8.6 (Comp.).
II in Act. signf., Adv. εὐμεταχειρίστως = handily, adroitly, τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι Philostr.Gym.19, cf. Eustr.in EN343.32.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht zu handhaben, zu behandeln; οὔτ' εὐάλωτον οὔτε ἁλόντα εὐμ. ἡγήσεται Plat. Phaedr. 240 a; οἱ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι, als einem gutmüthigen Manne, mit dem man leicht fertig werden kann, Xen. An. 2, 6, 20; von Dingen, leicht zu betreiben, leicht, χρεία Arist. polit. 1, 9, λόγος Isocr. ep. 9 A.; Sp., wie Luc. salt. 35; – leicht zu überwältigen, zu bezwingen, δύναμις Thuc. 6, 85, eine Heeresmacht; vgl. Xen. Hell. 5, 2, 15; Sp., ἀπ' ἐμοῦ τοῦ νεωτέρου καὶ εὐμεταχειριστοτάτου ἀρξάμενος D. Hal. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμεταχείριστος: -ον, ὃν εὐκόλως μεταχειρίζεταί τις, εὐκολοκυβέρνητος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἰσοκρ. 410D, Πλάτ. Φαῖδρ. 420Α, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 20: - οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 9· χρεία εὐμ. πρὸς τὸ ζῆν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 8. 2) εὐδιοίκητος, Θουκ. 6. 85, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à manier, maniable, traitable, facile;
2 facile à maîtriser, à vaincre;
Cp. εὐμεταχειριστότερος, Sp. εὐμεταχειριστότατος.
Étymologie: εὖ, μεταχειρίζω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐμεταχείριστος, -ον)
1. (για πρόσ.)
1. αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος, αυτός που κυβερνιέται εύκολα, ο βολικός («οἱ δἐ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι», Ξεν.)
2. (για πράγματα) αυτός τον οποίο μεταχειρίζεται κάποιος εύκολα, ο εύχρηστος («λόγος εὐμεταχειριστότερος», Ισοκρ.)
3. αυτός τον οποίο αντιμετωπίζει κάποιος εύκολα.
επίρρ...
εὐμεταχειρίστως (Α)
με τρόπο ευκολομεταχείριστο, βολικά, με επιδεξιότητα («εὐμεταχειρίστως τῇ ἀσπίδι χρῆσθαι», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-χειρίζομαι (πρβλ. α-μετα-χείριστος, δυσ-μετα-χείριστος)].
Greek Monotonic
εὐμεταχείριστος: -ον (μεταχειρίζω),
1. αυτός που εύκολα χειρίζεται ή «κουμαντάρεται», εύπλαστος, ευκολομεταχείριστος, σε Πλάτ., Ξεν.
2. αυτός που εύκολα αντιμετωπίζεται ή διοικείται, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐμεταχείριστος: легко одолимый, тот, с которым легко справиться или совладать (sc. ἀγωνιστής Xen., Plat., Plut.; ἰσχύς Thuc.; λόγος Isocr., Plut.; χρεία Arst.).
Middle Liddell
εὐ-μεταχείριστος, ον μεταχειρίζω
1. easy to handle or manage, manageable, Plat., Xen.
2. easy to deal with or master, Thuc., Xen.