ἀραγμός: Difference between revisions
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀραγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> шум, скрипение (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грохот, стук (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь. | |elrutext='''ἀραγμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[шум]], [[скрипение]] (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[грохот]], [[стук]] (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:05, 19 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A clashing, clattering, rattling, A. Th.249; ἀ. πετρῶν crashing shower of stones, E.Ph.1143; στέρνων ἀ. beating of the breast in grief, S.OC1609; ἀ. χεροῖν Lyc.940.—Rare in Prose, Hellanic.167(c)J.
German (Pape)
[Seite 343] ὁ, das Zusammenschlagen, -rasseln, δεσμῶν ἱππικῶν Eur. Rhes. 569; vgl. Aesch. Spt. 231; στέρνων, das Schlagen der Brüste als Zeichen der Trauer, Soph. O. C. 1605; πετρῶν, Steinwurf, Eur. Phoen. 1143.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραγμός: ὁ, κτύπος ἤ κρότος ἐκ συγκρούσεως, πάταγος, τριγμός, ἀραγμὸς δ’ ἐν πύλαις ὀφέλλεται Αἰσχύλ. Θήβ. 249· ἐμαρνάμεσθα δ’ ἑκηβόλοις πετρῶν τ’ ἀραγμοῖς Εὐρ. Φοίν. 1145· οὐδ’ ἀνίεσαν στέρνων ἀραγμούς, κτυπήματα τοῦ στήθους, Λατ. planctus, Σοφ. Ο. Κ. 1609.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
choc bruyant.
Étymologie: ἀράσσω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ἀ-]
1 chirrido, ruido producido por un roce o choque ἀ. δ' ἐν πύλαις ὀφέλλεται A.Th.249, πετρῶν E.Ph.1143, δεσμῶν ἀ. ἱππικῶν E.Rh.569, κοσσάβων E.Fr.631, τῆς θύρας ἀ. Plu.2.594e.
2 acción de golpearse στέρνων S.OC 1609
•acción de entrechocar o batir χεροῖν Lyc.940.
Greek Monolingual
ἀραγμός, ο (Α) αράσσω
1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος
2. τριγμός, τράνταγμα.
Greek Monotonic
ἀραγμός: ὁ (ἀράσσω), χτύπος, πάταγος, θόρυβος που παράγεται από σύγκρουση αντικειμένων, τριγμός, τρίξιμο, σε Αισχύλ.· ἀραγμὸς πετρῶν, πάταγος που προέρχεται από κατολίσθηση βράχων, σε Ευρ.· στέρνων ἀραγμός, χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. planctus, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀραγμός: ὁ
1) бряцание (δεσμῶν ἱππικῶν Eur.);
2) шум, скрипение (ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.);
3) грохот, стук (πετρῶν Eur.): στερνῶν ἀραγμοί Soph. удары в грудь.
Middle Liddell
ἀράσσω
a clashing, clattering, rattling, Aesch.; ἀρ. πετρῶν a crashing shower of stones, Eur.; στέρνων ἀρ. beating of the breast, Lat. planctus, Soph.