διακράζω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo perf. excep. διέκραζον <i>PHerm.Rees</i> 6.18 (IV d.C.)]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[chillar]], [[gritar]] de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.<i>Au</i>.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito</i> Cyr.Al.<i>Inc.Unigen</i>.703D<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[competir en gritos]] c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.<i>Eq</i>.1403.<br /><b class="num">2</b> [[predicar]] [[ἆρα]] δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A<br /><b class="num">•</b>[[manifestarse públicamente]] ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ <i>PHerm.Rees</i> l.c.<br /><b class="num">II</b> tr. [[proclamar]] ταῦτα διακέκραγεν ὁ [[γραμματεύς]] Cyr.Al.M.68.372B. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [sólo perf. excep. διέκραζον <i>PHerm.Rees</i> 6.18 (IV d.C.)]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[chillar]], [[gritar]] de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.<i>Au</i>.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito</i> Cyr.Al.<i>Inc.Unigen</i>.703D<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[competir en gritos]] c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.<i>Eq</i>.1403.<br /><b class="num">2</b> [[predicar]] [[ἆρα]] δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A<br /><b class="num">•</b>[[manifestarse públicamente]] ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ <i>PHerm.Rees</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">II</b> tr. [[proclamar]] ταῦτα διακέκραγεν ὁ [[γραμματεύς]] Cyr.Al.M.68.372B. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:15, 15 August 2022
English (LSJ)
pf. διακέκρᾱγα, A have a screaming-match, Ar.Av.306; δ. τινί pit oneself against another at screaming, Id.Eq.1403.
German (Pape)
[Seite 584] (s. κράζω), durch einander schreien; διακεκραγοτες Ar. Av. 307; τινὶ διακεκραγέναι, mit Jemandem um die Wette schreien, Equ. 1400.
Greek (Liddell-Scott)
διακράζω: συνεχῶς κράζω, φωνάζω, κραυγάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, διαγωνίζομαι πρός τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι ἀντίπαλος αὐτοῦ εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.
French (Bailly abrégé)
1 crier continuellement;
2 crier à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, κράζω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo perf. excep. διέκραζον PHerm.Rees 6.18 (IV d.C.)]
I 1chillar, gritar de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.Au.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito Cyr.Al.Inc.Unigen.703D
•c. dat. competir en gritos c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.Eq.1403.
2 predicar ἆρα δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A
•manifestarse públicamente ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ PHerm.Rees l.c.
II tr. proclamar ταῦτα διακέκραγεν ὁ γραμματεύς Cyr.Al.M.68.372B.
Greek Monolingual
διακράζω (Α)
1. κραυγάζω διαρκώς
2. συναγωνίζομαι κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.
Greek Monotonic
διακράζω: μέλ. -ξω,
I. φωνάζω διαρκώς, κραυγάζω, βγάζω άναρθρες κραυγές, σε Αριστοφ.
II. δ. τινί, διαγωνίζομαι, παραβγαίνω με κάποιον άλλο στο ουρλιαχτό, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διακράζω:
1) во все горло кричать, орать (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);
2) перекрикиваться, браниться (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κράζω om strijd schreeuwen.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to scream continually, Ar.
II. δ. τινί to match another at screaming, Ar.