βλαβεραυγής: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βλαβεραυγής]] (- | |mltxt=[[βλαβεραυγής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[βλάβη]] με τη [[λάμψη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βλαβερός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[αύγος]], [[αυγή]] ([[πρβλ]]. [[ανταυγής]], [[διαυγής]], [[τηλαυγής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 13 June 2022
English (LSJ)
ές, A baneful-gleaming, Man.4.309.
German (Pape)
[Seite 446] Κρόνος, verderblich strahlend, Man. 4, 309.
Greek (Liddell-Scott)
βλαβεραυγής: -ές, ὁ βλαβερῶς, φωτίζων, φέγγων, Μανέθ. 4. 309.
Spanish (DGE)
(βλᾰβεραυγής) -ές
• Morfología: [gen. no contr. -έος Man.4.309]
de fulgor maligno Κρόνου βλαβεραυγέος ἀστήρ Man.l.c., φέγγος Man.4.472.
Greek Monolingual
βλαβεραυγής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που προκαλεί βλάβη με τη λάμψη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαβερός + -αυγής < αύγος, αυγή (πρβλ. ανταυγής, διαυγής, τηλαυγής κ.ά.)].