εὐπηγής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efpigis
|Transliteration C=efpigis
|Beta Code=eu)phgh/s
|Beta Code=eu)phgh/s
|Definition=ές, = [[εὔπηκτος]], once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής [[wellbuilt]], [[stout]], ''Od.'' 21.334 ; μῆτραι Hp. ''Mul.'' 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perh. εὐπαγής, v. εὐπάξ.
|Definition=ές, = [[εὔπηκτος]], once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής [[wellbuilt]], [[stout]], ''Od.'' 21.334 ; μῆτραι Hp. ''Mul.'' 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perhaps εὐπαγής, v. εὐπάξ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:40, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπηγής Medium diacritics: εὐπηγής Low diacritics: ευπηγής Capitals: ΕΥΠΗΓΗΣ
Transliteration A: eupēgḗs Transliteration B: eupēgēs Transliteration C: efpigis Beta Code: eu)phgh/s

English (LSJ)

ές, = εὔπηκτος, once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής wellbuilt, stout, Od. 21.334 ; μῆτραι Hp. Mul. 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perhaps εὐπαγής, v. εὐπάξ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, εὔπηκτος, ἅπαξ παρ᾿ Ὁμήρ., ξεῖνος μέγας ἠδ᾿ εὐπηγής, συμπαγής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «εὐπηγής· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

English (Autenrieth)

and ἐύπηκτος (πήγνῦμι): well or firmly joined, well built, Od. 21.334 †, Β , Od. 23.41.

Greek Monolingual

εὐπηγής, -ές και δωρ. τ. εὐπαγής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός
2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός
3. στερεός, καλά κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι-πηγής].

Greek Monotonic

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, καλοχτισμένος, συμπαγής, δυνατός, ισχυρός, γερός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπηγής: Hom. = εὐπαγής 2.

Middle Liddell

εὐ-πηγής, ές = εὐπαγής,]
well-built, stout, Od.