κοτεινός: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοτεινός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κοτήεις]], [[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοτεινός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κοτήεις]], [[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> ([[πρβλ]]. [[σκοτεινός]], [[υγιεινός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοτεινός:''' гневный, злобный ([[ψόγος]] Pind. - v. l. к [[σκοτεινός]]). | |elrutext='''κοτεινός:''' гневный, злобный ([[ψόγος]] Pind. - v. l. к [[σκοτεινός]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, A = κοτήεις, cj. for σκοτεινόν in Pi.N.7.61 Boeckh.
Greek (Liddell-Scott)
κοτεινός: -ή, -όν, = κοτήεις, κατὰ Böckh ἐν Πινδ. Ν. 7. 90 (61), ἐπειδὴ τό σκοτεινὸν εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὁ Bgk. κελαινόν.
Greek Monolingual
κοτεινός, -ή, -όν (Α)
κοτήεις, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -εινός (πρβλ. σκοτεινός, υγιεινός)].
Russian (Dvoretsky)
κοτεινός: гневный, злобный (ψόγος Pind. - v. l. к σκοτεινός).