κρόκεος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[κρόκεος]] <br /> <b>1</b> [[saffron]] ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις [[Ἰάσων]] εἶμα (v. l. κροκόεν) (P. 4.232) | |sltr=[[κρόκεος]] <br /> <b>1</b> [[saffron]] ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις [[Ἰάσων]] εἶμα ([[varia lectio|v.l.]] κροκόεν) (P. 4.232) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 9 January 2022
English (LSJ)
ον, (κρόκος) A saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.
English (Slater)
κρόκεος
1 saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v.l. κροκόεν) (P. 4.232)
Greek Monolingual
κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].
Greek Monotonic
κρόκεος: -ον (κρόκος), αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρόκεος: шафранового цвета, шафранный (εἷμα Pind.; πέπλος, πέταλα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρόκεος -ον [κρόκος] saffraankleurig.