λιτοδίαιτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[λιτοδίαιτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει απλά, [[ολιγαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιτοδίαιτο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[λιτός]] [[βίος]], η [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[λιτοδίαιτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει απλά, [[ολιγαρκής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λιτοδίαιτο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[λιτός]] [[βίος]], η [[λιτότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιτός]] (I) <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), [[πρβλ]]. [[αδροδίαιτος]], [[αστροδίαιτος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 23 August 2021
English (LSJ)
[δῐ], ον, A of a plain way of life, D.H.2.49.
Greek (Liddell-Scott)
λῑτοδίαιτος: -ον, ὁ λιτῶς διαιτώμενος, ζῶν λιτῶς, Διον. Ἁλ. 2. 49.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λιτοδίαιτος, -ον)
1. αυτός που ζει απλά, ολιγαρκής
2. το ουδ. ως ουσ. το λιτοδίαιτο(ν)
ο λιτός βίος, η λιτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αδροδίαιτος, αστροδίαιτος].