μελάγχλαινος: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάγχλαινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μαύρη [[χλαίνη]], μαύρο [[πανωφόρι]], μαυροφορεμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μελάγχλαινοι</i><br />[[ονομασία]] σκυθικού φύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χλαίνα]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελάγχλαινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μαύρη [[χλαίνη]], μαύρο [[πανωφόρι]], μαυροφορεμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μελάγχλαινοι</i><br />[[ονομασία]] σκυθικού φύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χλαίνα]] ([[πρβλ]]. [[λεοντόχλαινος]], [[λινόχλαινος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A black-cloaked, Mosch.3.27 (glossed by διαυγής, Hsch.). II οἱ M., as pr. n. of a Scythian tribe, Hdt.4.20, etc.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχλαινος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι ἔθνος παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au manteau noir.
Étymologie: μέλας, χλαῖνα.
Greek Monolingual
μελάγχλαινος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι
ονομασία σκυθικού φύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντόχλαινος, λινόχλαινος)].
Greek Monotonic
μελάγχλαινος: -ον, I. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, σε Μόσχ.
II. οἱ Μελάγχλαινοι, σκυθική εθνότητα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
μελάγ-χλαινος, ον
I. black-cloaked, Mosch.
II. οἱ M., a Scythian nation, Hdt.