ἰουλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἰουλοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[χνούδι]], [[χνουδωτός]], [[τριχωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιουλοφόρα</i><br />φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. [[είναι]] βοτρυώδεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴουλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=ο (Α [[ἰουλοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[χνούδι]], [[χνουδωτός]], [[τριχωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιουλοφόρα</i><br />φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. [[είναι]] βοτρυώδεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴουλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[τροπαιοφόρος]], [[τροχοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰουλοφόρος Medium diacritics: ἰουλοφόρος Low diacritics: ιουλοφόρος Capitals: ΙΟΥΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ioulophóros Transliteration B: ioulophoros Transliteration C: iouloforos Beta Code: i)oulofo/ros

English (LSJ)

[ῐ], ον, A downy, γένυς Demitsas Μακεδ.No.410 (Thessalonica, ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰουλοφόρος: -ον, φέρων ἰούλους, ἀμφὶ γένυν χνοάων πρῶτον ἰουλοφόρον Ἐπιγρ. Θεσσαλ. ἔμμετρος, Mém. sur une mis. au mont Athos σ. 22.

Greek Monolingual

ο (Α ἰουλοφόρος, -ον)
αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα
φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιοφόρος, τροχοφόρος.