θυμο-: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ θυμό-)<br />α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει ([[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-<i>βαρής</i>, <i>θυμο</i>-[[λέων]]) ή χαρακτηρίζεται ([[πρβλ]]. [[θυμόβολώ]], [[θυμόκλωστος]]) ή αναφέρεται ([[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-<i>ειδής</i>, <i>θυμο</i>-[[κάτοχος]]) στον θυμό, με τη [[σημασία]] [[είτε]] του «[[ψυχή]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=(ΑΜ θυμό-)<br />α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει ([[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-<i>βαρής</i>, <i>θυμο</i>-[[λέων]]) ή χαρακτηρίζεται ([[πρβλ]]. [[θυμόβολώ]], [[θυμόκλωστος]]) ή αναφέρεται ([[πρβλ]]. <i>θυμο</i>-<i>ειδής</i>, <i>θυμο</i>-[[κάτοχος]]) στον θυμό, με τη [[σημασία]] [[είτε]] του «[[ψυχή]]» ([[πρβλ]]. [[θυμοβάρβαρος]]) [[είτε]] του «[[θυμός]]» ([[πρβλ]]. [[θυμοκράτωρ]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θυμοβόρος]], [[θυμοειδής]], [[θυμοσοφικός]], [[θυμόσοφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμοβαρής]], [[θυμοβορώ]], [[θυμοδακής]], [[θυμοκάτοχος]], [[θυμοκατοχώ]], [[θυμοκτόνος]], [[θυμολέαινα]], [[θυμολεοντοφθόρος]], [[θυμολέων]], [[θυμολιπής]], [[θυμόμαντις]], [[θυμομαχία]], [[θυμομαχώ]], [[θυμοπληθής]], [[θυμοποιώ]], [[θυμοραϊστής]], [[θυμοφθόρος]], [[θυμοφθορώ]], [[θυμοφονώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θυμοβάρεια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυμοβάρβαρος]], [[θυμοβολώ]], [[θυμοκράτωρ]], [[θυμόκλωστος]], [[θυμολευστώ]], [[θυμοσοφώ]], [[θυμοτερπής]], [[θυμοτολμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυμοσοφία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:15, 8 May 2023
Greek Monolingual
(ΑΜ θυμό-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο-βαρής, θυμο-λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμόβολώ, θυμόκλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο-ειδής, θυμο-κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε του «ψυχή» (πρβλ. θυμοβάρβαρος) είτε του «θυμός» (πρβλ. θυμοκράτωρ).
ΣΥΝΘ. θυμοβόρος, θυμοειδής, θυμοσοφικός, θυμόσοφος
αρχ.
θυμοβαρής, θυμοβορώ, θυμοδακής, θυμοκάτοχος, θυμοκατοχώ, θυμοκτόνος, θυμολέαινα, θυμολεοντοφθόρος, θυμολέων, θυμολιπής, θυμόμαντις, θυμομαχία, θυμομαχώ, θυμοπληθής, θυμοποιώ, θυμοραϊστής, θυμοφθόρος, θυμοφθορώ, θυμοφονώ
αρχ.-μσν.
θυμοβάρεια
μσν.
θυμοβάρβαρος, θυμοβολώ, θυμοκράτωρ, θυμόκλωστος, θυμολευστώ, θυμοσοφώ, θυμοτερπής, θυμοτολμία
νεοελλ.
θυμοσοφία].