κακόβιος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκόβιος:''' ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; [[Πέρσαι]] Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.). | |elrutext='''κᾰκόβιος:''' [[ведущий тяжелую жизнь]], [[влачащий жалкое существование]] (Θρήϊκες Her.; [[Πέρσαι]] Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; [[ἄνθρωπος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κᾰκό-βιος, ον<br />[[living]] ill or [[poorly]], Hdt., Xen. | |mdlsjtxt=κᾰκό-βιος, ον<br />[[living]] ill or [[poorly]], Hdt., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A living poorly, living a hard life, Hdt.4.95, X.Cyr.7.5.67 (Sup.), Arist.HA616b31, Str.17.2.1.
German (Pape)
[Seite 1299] schlecht, kümmerlich lebend, Her. 4, 95; im superl., Xen. Cyr. 7, 5, 67; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόβιος: -ον, ζῶν πενιχρῶς, διάγων βίον πλήρη στερήσεων, Ἡρόδ. 4. 95, Ξεν. Κύρ. 7. 5. 67, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Στράβ. 821.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une vie rude ou besogneuse;
Sp. κακοβιώτατος.
Étymologie: κακός, βίος.
Greek Monolingual
κακόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει ζωή γεμάτη στερήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, μεσόβιος].
Greek Monotonic
κᾰκόβιος: -ον, αυτός που ζει με στερήσεις ή φτωχικά, σε Ηρόδ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόβιος -ον [κακός, βίος] in ellende levend.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόβιος: ведущий тяжелую жизнь, влачащий жалкое существование (Θρήϊκες Her.; Πέρσαι Xen.; αἱ ἀκανθίδες Arst.; ἄνθρωπος Plut.).