ἡγέτης: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=igetis
|Transliteration C=igetis
|Beta Code=h(ge/ths
|Beta Code=h(ge/ths
|Definition=ου, ὁ, Dor. ἁγ- ( ἀγ-), (ἡγέομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[leader]], voc. ἡγέτα ὁδοῖο <span class="title">Epigr.Gr.</span>1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>52.7</span> codd.; ἀ. θηροσύνας <span class="title">AP</span>6.167 (Agath.):—fem. ἁγέτις, ιδος, ib.<span class="bibl">7.425</span> (Antip.Sid.).</span>
|Definition=ου, ὁ, Dor. [[ἁγέτης]] (ἀγ-), ([[ἡγέομαι]]) [[leader]], voc. ἡγέτα ὁδοῖο <span class="title">Epigr.Gr.</span>1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>52.7</span> codd.; ἀ. θηροσύνας <span class="title">AP</span>6.167 (Agath.):—fem. [[ἁγέτις]], ιδος, ib.<span class="bibl">7.425</span> (Antip.Sid.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM [[ἡγέτης]], δωρ. τ. [[ἁγέτης]] και ἀγέτης, θηλ. [[ἡγέτις]], δωρ. τ. [[ἁγέτις]])<br />[[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] («πολιτικοί ηγέτες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηγε</i>- (του <i>ηγέ</i>-<i>ομαι</i>, -<i>ούμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[ευεργέτης]], [[καταθέτης]])].
|mltxt=[[ηγέτης]], ο, θηλ. [[ηγέτις]] και [[ηγέτιδα]] (AM [[ἡγέτης]], δωρ. τ. [[ἁγέτης]] και [[ἀγέτης]], θηλ. [[ἡγέτις]], δωρ. τ. [[ἁγέτις]])<br />[[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] («πολιτικοί ηγέτες»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηγε</i>- (του [[ἡγέομαι|ηγέομαι]], [[ηγούμαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> ([[πρβλ]]. [[ευεργέτης]], [[καταθέτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:17, 2 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγέτης Medium diacritics: ἡγέτης Low diacritics: ηγέτης Capitals: ΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: hēgétēs Transliteration B: hēgetēs Transliteration C: igetis Beta Code: h(ge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Dor. ἁγέτης (ἀγ-), (ἡγέομαι) leader, voc. ἡγέτα ὁδοῖο Epigr.Gr.1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων Orph.H.52.7 codd.; ἀ. θηροσύνας AP6.167 (Agath.):—fem. ἁγέτις, ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1151] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. (ἡγέομαι) ἡγεμών, ἀρχηγός, κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, αὐτόθι 7. 425.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
guide, chef.
Étymologie: ἡγέομαι.

Greek Monolingual

ηγέτης, ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις)
οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε- (του ηγέομαι, ηγούμαι) + κατάλ. -της (πρβλ. ευεργέτης, καταθέτης)].

Greek Monotonic

ἡγέτης: -ου, ὁ (ἡγέομαι), Δωρ. ἁγέτα, αρχηγός, οδηγός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡγέτης, ου, ἡγέομαι
a leader, Anth.