μυοκτόνος: Difference between revisions
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μυοκτόνος:''' знаменующий избиение мышей ([[τρόπαιον]] Batr.). | |elrutext='''μυοκτόνος:''' [[знаменующий избиение мышей]] ([[τρόπαιον]] Batr.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μυο-[[κτόνος]], ον [[κτείνω]]<br />[[mouse]]-[[killing]], Batr. | |mdlsjtxt=μυο-[[κτόνος]], ον [[κτείνω]]<br />[[mouse]]-[[killing]], Batr. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:32, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, (κτείνω) A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159. II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.
German (Pape)
[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.
Greek (Liddell-Scott)
μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, κτείνω.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοκτόνος
είδος του φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.
Greek Monotonic
μυοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
μυοκτόνος: знаменующий избиение мышей (τρόπαιον Batr.).