Χάλυψ: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=*xa/luy
|Beta Code=*xa/luy
|Definition=[[υβος]], ὁ, in plural, the [[Chalybes]] in [[Pontus]], who were famous for the [[preparation]] of [[steel]], οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες A. ''Pr.'' 715, cf. Hdt. 1.28, X. ''An.'' 5.55.1, Call. in PSI 9.1092.48 (on another nation of the same name v. Str. 12.3.20). as AppelLatin, [[χάλυψ]], [[hardened iron]], [[steel]], A. ''Pr.'' 133 (lyr.), S. ''Tr.'' 1260 (anap.), Antip.Sid. in POxy. 662.52; of a [[penknife]], ''AP'' 6.65 (Paul. Sil.); of an [[axe]], ''APl.'' 4.127; as ''Adj.'', Nonn. ''D.'' 36.182; — also [[Χάλυβος]], ον, [[Χάλυβος]] [[Σκυθῶν]] [[ἄποικος]], i.e. [[steel]], A. ''Th.'' 728 (lyr.); [[Χαλύβῳ]] [[πελέκει]] E. ''Fr.'' 472.6 (anap.); pl., = [[Χάλυβες]], E. ap. ''Sch. Il.'' Oxy. 1087 i 28; τὸν ἐν [[Χαλύβοις]] [[σίδαρον]] Id. ''Alc.'' 980 (lyr.).
|Definition=[[υβος]], ὁ, in plural, the [[Chalybes]] in [[Pontus]], who were famous for the [[preparation]] of [[steel]], οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες A. ''Pr.'' 715, cf. Hdt. 1.28, X. ''An.'' 5.55.1, Call. in PSI 9.1092.48 (on another nation of the same name v. Str. 12.3.20). as AppelLatin, [[χάλυψ]], [[hardened iron]], [[steel]], A. ''Pr.'' 133 (lyr.), S. ''Tr.'' 1260 (anap.), Antip.Sid. in POxy. 662.52; of a [[penknife]], ''AP'' 6.65 (Paul. Sil.); of an [[axe]], ''APl.'' 4.127; as ''Adj.'', Nonn. ''D.'' 36.182; — also [[Χάλυβος]], ον, [[Χάλυβος]] [[Σκυθῶν]] [[ἄποικος]], i.e. [[steel]], A. ''Th.'' 728 (lyr.); [[Χαλύβῳ]] [[πελέκει]] E. ''Fr.'' 472.6 (anap.); pl., = [[Χάλυβες]], E. ap. ''Sch. Il.'' Oxy. 1087 i 28; τὸν ἐν [[Χαλύβοις]] [[σίδαρον]] Id. ''Alc.'' 980 (lyr.).
}}
{{elru
|elrutext='''Χάλυψ:''' ῠβος ὁ sing. к [[Χάλυβες]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Χάλυψ:''' [ᾰ], -ῠβος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έθνος]] των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την [[παρασκευή]] χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ σιδηροτέκτονες [[Χάλυβες]]</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως προσηγ., [[χάλυψ]], σκληρυμένος [[σίδηρος]], [[ατσάλι]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''Χάλυψ:''' [ᾰ], -ῠβος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έθνος]] των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την [[παρασκευή]] χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ σιδηροτέκτονες [[Χάλυβες]]</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως προσηγ., [[χάλυψ]], σκληρυμένος [[σίδηρος]], [[ατσάλι]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Χάλυψ:''' ῠβος ὁ sing. к [[Χάλυβες]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Χᾰ́λυψ, ῠβος,<br /><b class="num">I.</b> one of the [[nation]] of the [[Chalybes]] in [[Pontus]], [[famous]] for the [[preparation]] of [[steel]], Hdt., etc.; οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as appellat., [[χάλυψ]], [[hardened]] [[iron]], [[steel]], Aesch., Soph.
|mdlsjtxt=Χᾰ́λυψ, ῠβος,<br /><b class="num">I.</b> one of the [[nation]] of the [[Chalybes]] in [[Pontus]], [[famous]] for the [[preparation]] of [[steel]], Hdt., etc.; οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Aesch.<br /><b class="num">II.</b> as appellat., [[χάλυψ]], [[hardened]] [[iron]], [[steel]], Aesch., Soph.
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Χάλυψ Medium diacritics: Χάλυψ Low diacritics: Χάλυψ Capitals: ΧΑΛΥΨ
Transliteration A: Chályps Transliteration B: Chalyps Transliteration C: Chalyps Beta Code: *xa/luy

English (LSJ)

υβος, ὁ, in plural, the Chalybes in Pontus, who were famous for the preparation of steel, οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες A. Pr. 715, cf. Hdt. 1.28, X. An. 5.55.1, Call. in PSI 9.1092.48 (on another nation of the same name v. Str. 12.3.20). as AppelLatin, χάλυψ, hardened iron, steel, A. Pr. 133 (lyr.), S. Tr. 1260 (anap.), Antip.Sid. in POxy. 662.52; of a penknife, AP 6.65 (Paul. Sil.); of an axe, APl. 4.127; as Adj., Nonn. D. 36.182; — also Χάλυβος, ον, Χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, i.e. steel, A. Th. 728 (lyr.); Χαλύβῳ πελέκει E. Fr. 472.6 (anap.); pl., = Χάλυβες, E. ap. Sch. Il. Oxy. 1087 i 28; τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Id. Alc. 980 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

Χάλυψ: ῠβος ὁ sing. к Χάλυβες.

Greek (Liddell-Scott)

Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, ἔθνος τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ χάλυβος· οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Αἰσχύλ. Πρ. 715, Ἡρόδ. 1. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1· (περὶ ἑτέρου ἔθνους φέροντος τὸ αὐτὸ ὄνομα, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς 5. 5, 17, Στράβ. 549)· ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, χάλυψ, ἐσκληρωμένος σίδηρος, κοινῶς «ἀτσάλι», Αἰσχύλ. Πρ. 133, Σοφ. Τρ. 1260· ὡς ἐπίθ., Νόνν. Διονυσ. 36. 182· - ὡσαύτως χάλυβος ὡς ὀνομαστική, χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, ὁ χάλυψ, Αἰσχύλ. Θήβ. 729· τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Εὐρ. Ἄλκ. 983· χαλύβῳ πελέκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475α. 6.

Greek Monotonic

Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ,
I. έθνος των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την παρασκευή χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες, σε Αισχύλ.
II. ως προσηγ., χάλυψ, σκληρυμένος σίδηρος, ατσάλι, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

Χᾰ́λυψ, ῠβος,
I. one of the nation of the Chalybes in Pontus, famous for the preparation of steel, Hdt., etc.; οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Aesch.
II. as appellat., χάλυψ, hardened iron, steel, Aesch., Soph.