ψευδομάρτυς: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και [[ψευδομάρτυρας]] και [[ψευτομάρτυρας]], ο, Ν<br />[[μάρτυρας]] που συνειδητά δίνει ψευδή [[κατάθεση]], που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «[[είναι]] [[γνωστός]] [[ψευδομάρτυρας]]» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ [[εὗρον]], ΚΔ<br />γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῡ παρασχόμενος ἐπιχειρεῑς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i>].
|mltxt=-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και [[ψευδομάρτυρας]] και [[ψευτομάρτυρας]], ο, Ν<br />[[μάρτυρας]] που συνειδητά δίνει ψευδή [[κατάθεση]], που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «[[είναι]] [[γνωστός]] [[ψευδομάρτυρας]]» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ [[εὗρον]], ΚΔ<br />γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῦ παρασχόμενος ἐπιχειρεῑς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μάρτυς]], -<i>υρος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:35, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδομάρτυς Medium diacritics: ψευδομάρτυς Low diacritics: ψευδομάρτυς Capitals: ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΣ
Transliteration A: pseudomártys Transliteration B: pseudomartys Transliteration C: psevdomartys Beta Code: yeudoma/rtus

English (LSJ)

ῠρος, ὁ, A false witness, pl. in Gorg.Pal.23, Pl.Grg. 472b, Critias 61: sg., IG5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ false witnesses about God, 1 Ep.Cor.15.15; as adjective, τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα the action for false witness, IGl.c. l. 8; ψ. τιμαί honours attesting no real merit, Plu.2.821f.

German (Pape)

[Seite 1394] υρος, ὁ, = ψευδομάρτυρ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδὴς μάρτυς, Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.

French (Bailly abrégé)

υρος (ὁ) :
celui qui repose sur un faux témoignage.
Étymologie: ψευδής, μάρτυς.

Greek Monolingual

-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν
μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ εὗρον, ΚΔ
γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῦ παρασχόμενος ἐπιχειρεῑς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μάρτυς, -υρος].

Greek Monotonic

ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδής μάρτυρας, ψεύδορκος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.

Middle Liddell

ψευδο-μάρτυς, ῠρος, ὁ,
a false witness, Plat.