παγκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, [[θάλαμος]], auch von der Unterwelt, 804.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, [[θάλαμος]], auch von der Unterwelt, 804.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui endort toute chose.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοίτη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παγκοίτης''': -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς [[κοίτη]] χρησιμεύων, [[θάλαμος]] παγκοίτας, δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας [[αὐτόθι]] 811· ἀμφότερα τὰ χωρία [[ταῦτα]] λυρικά.
|lstext='''παγκοίτης''': -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς [[κοίτη]] χρησιμεύων, [[θάλαμος]] παγκοίτας, δηλ. ὁ [[τάφος]], Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας [[αὐτόθι]] 811· ἀμφότερα τὰ χωρία [[ταῦτα]] λυρικά.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui endort toute chose.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κοίτη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκοίτης Medium diacritics: παγκοίτης Low diacritics: παγκοίτης Capitals: ΠΑΓΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: pankoítēs Transliteration B: pankoitēs Transliteration C: pagkoitis Beta Code: pagkoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, where all must sleep, παγκοίτης θάλαμος, i.e. the grave, S.Ant.804 (anap.); παγκοίτης Ἅιδας ib.811 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 436] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, θάλαμος, auch von der Unterwelt, 804.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui endort toute chose.
Étymologie: πᾶς, κοίτη.

Greek (Liddell-Scott)

παγκοίτης: -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς κοίτη χρησιμεύων, θάλαμος παγκοίτας, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας αὐτόθι 811· ἀμφότερα τὰ χωρία ταῦτα λυρικά.

Greek Monolingual

παγκοίτης, ὁ (Α)
(για τον τάφο ή τον Άδη) αυτός στον οποίο όλοι θα κοιμηθούν, που χρησιμεύει ως κοίτη για όλους, δηλ. ο τάφος («ὁ παγκοίτας Ἅδας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κοίτης (< κοίτη)].

Greek Monotonic

παγκοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), το μέρος όπου όλοι πρέπει να κοιμούνται, θάλαμος παγκοίτας δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.· πάγκοινος Ἅιδας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παγκοίτης: дор. παγκοίτᾱς, ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех (θάλαμος, Ἃιδης Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.

Middle Liddell

παγ-κοίτης, ου, ὁ, κοίτη
where all must sleep, θάλαμος παγκοίτας, i. e. the grave, Soph.; π. Ἅιδας Soph.