ἐνόρασις: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0850.png Seite 850]] ἡ, das Ansehen, Clem. Al.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0850.png Seite 850]] ἡ, das Ansehen, Clem. Al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[visión]] δράκοντες τρεῖς ... τῇ ἐνοράσει ἐκφοβοῦντες tres serpientes cuya [[visión]] daba [[pavor]]</i> Sch.P.<i>O</i>.194 Böckh, c. gen. obj. τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.<i>Marc</i>.13.<br /><b class="num">2</b> en comparación con el [[teatro]] [[visión interior]], e.e., de lo que ocurre fuera de la [[escena]], como algo propio de Dios y op. [[περιόρασις]] ‘[[visión del entorno]]’ y [[συνόρασις]] ‘[[visión del conjunto]]’, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.156.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐνόρασις]]) [[ενορώ]]<br /><b>1.</b> το να διαβλέπει, να διαισθάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] που οι άλλοι αγνοούν ή παραβλέπουν<br /><b>2.</b> η [[ικανότητα]] να βλέπει [[κανείς]], να γνωρίζει τον ιδεατό, τον μεταφυσικό κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ικανότητα]] να επισημαίνει και να παρατηρεί [[κανείς]] φαινόμενα [[χωρίς]] να μεσολαβεί πλήρως η [[λογική]] [[ενέργεια]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνόρᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821.
|lstext='''ἐνόρᾱσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[visión]] δράκοντες τρεῖς ... τῇ ἐνοράσει ἐκφοβοῦντες tres serpientes cuya [[visión]] daba [[pavor]]</i> Sch.P.<i>O</i>.194 Böckh, c. gen. obj. τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.<i>Marc</i>.13.<br /><b class="num">2</b> en comparación con el [[teatro]] [[visión interior]], e.e., de lo que ocurre fuera de la [[escena]], como algo propio de Dios y op. [[περιόρασις]] ‘[[visión del entorno]]’ y [[συνόρασις]] ‘[[visión del conjunto]]’, Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.156.
}}
}}

Revision as of 08:45, 7 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόρᾱσις Medium diacritics: ἐνόρασις Low diacritics: ενόρασις Capitals: ΕΝΟΡΑΣΙΣ
Transliteration A: enórasis Transliteration B: enorasis Transliteration C: enorasis Beta Code: e)no/rasis

English (LSJ)

εως, ἡ, beholding, observation, contemplation θεοῦ Porph.Marc.13.

German (Pape)

[Seite 850] ἡ, das Ansehen, Clem. Al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 visión δράκοντες τρεῖς ... τῇ ἐνοράσει ἐκφοβοῦντες tres serpientes cuya visión daba pavor Sch.P.O.194 Böckh, c. gen. obj. τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.
2 en comparación con el teatro visión interior, e.e., de lo que ocurre fuera de la escena, como algo propio de Dios y op. περιόρασιςvisión del entorno’ y συνόρασιςvisión del conjunto’, Clem.Al.Strom.6.17.156.

Greek Monolingual

η (AM ἐνόρασις) ενορώ
1. το να διαβλέπει, να διαισθάνεται κάποιος κάτι που οι άλλοι αγνοούν ή παραβλέπουν
2. η ικανότητα να βλέπει κανείς, να γνωρίζει τον ιδεατό, τον μεταφυσικό κόσμο
νεοελλ.
η ικανότητα να επισημαίνει και να παρατηρεί κανείς φαινόμενα χωρίς να μεσολαβεί πλήρως η λογική ενέργεια.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821.