σπανός: Difference between revisions
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ") |
m (Text replacement - "πολλοῡ" to "πολλοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[σπανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει [[καθόλου]] [[τρίχες]] στο πρόσωπό του (α. «ήταν [[γέρος]] και [[σπανός]] και [[άσχημος]]» β. «τὸ [[εἶδος]] αὐτοῦ... σπανόν, ἐπὶ τοῦ χείλους μόνον ἔχων [[τρίχας]], καὶ εἰς τὸ [[ἄκρον]] τοῦ πώγωνος», Παλλάδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν έχει [[βλάστηση]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «μόνο τα γένια του σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα [[είναι]] δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει [[θέληση]], [[εκτός]] από τα φύσει αδύνατα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Σπανού [[ἀκολουθία]]» — σατιρικό [[κείμενο]] ανώνυμου συγγραφέα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, [[παρωδία]] που ακολουθεί τα [[πρότυπα]] της εκκλησιαστικής υμνολογίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σπάνιος]], [[ασυνήθιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τίμιον, | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[σπανός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει [[καθόλου]] [[τρίχες]] στο πρόσωπό του (α. «ήταν [[γέρος]] και [[σπανός]] και [[άσχημος]]» β. «τὸ [[εἶδος]] αὐτοῦ... σπανόν, ἐπὶ τοῦ χείλους μόνον ἔχων [[τρίχας]], καὶ εἰς τὸ [[ἄκρον]] τοῦ πώγωνος», Παλλάδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που δεν έχει [[βλάστηση]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «μόνο τα γένια του σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα [[είναι]] δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει [[θέληση]], [[εκτός]] από τα φύσει αδύνατα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Σπανού [[ἀκολουθία]]» — σατιρικό [[κείμενο]] ανώνυμου συγγραφέα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, [[παρωδία]] που ακολουθεί τα [[πρότυπα]] της εκκλησιαστικής υμνολογίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σπάνιος]], [[ασυνήθιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[έλλειψη]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπανῶς</i> Α<br />αραιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπανοπώγων]], με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού (<b>πρβλ.</b> [[σπάγκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>σπαγκο</i>-<i>ραμμένος</i>), ενώ κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> [[σπάνιος]]. Ο τ. [[τέλος]], που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>σπανόν</i><br /><i>τίμιον</i> [[είναι]] πιθ. υποχωρ. παράγωγο του [[σπανίζω]].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -όν, ΜΑ<br />[[φαιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[grey]] (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: Furnée 339 etc. connects [[σπάνις]]. | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[grey]] (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: Furnée 339 etc. connects [[σπάνις]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 8 April 2022
English (LSJ)
ή, όν,= σπάνιος, A rare, uncommon, Hsch.; lacking, mostly in compds.; esp.,= σπανοπώγων, Ptol.Tetr.144, Polem.Phgn.2.35; = malebarbis, Gloss. Adv. -νῶς, rariter, ib.
German (Pape)
[Seite 916] von Sachen, selten, in geringer Anzahl vorhanden, u. von Personen, Mangel leidend, dürftig, arm, scheint nur in den VLL. vorzukommen.
Greek (Liddell-Scott)
σπανός: -ή, -όν, = σπάνιος, ἀσυνήθης, «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν» Ἡσύχ.· - ὁ ἔχων ἔλλειψιν, μάλιστα ἐν συνθέσει· παρὰ δὲ Βυζαντ. = σπανοπώγων.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / σπανός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει αραιές ή δεν έχει καθόλου τρίχες στο πρόσωπό του (α. «ήταν γέρος και σπανός και άσχημος» β. «τὸ εἶδος αὐτοῦ... σπανόν, ἐπὶ τοῦ χείλους μόνον ἔχων τρίχας, καὶ εἰς τὸ ἄκρον τοῦ πώγωνος», Παλλάδ.)
νεοελλ.
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βλάστηση
2. παροιμ. φρ. «μόνο τα γένια του σπανού δεν γίνονται» — δηλώνει ότι όλα είναι δυνατόν να γίνουν, εάν υπάρχει θέληση, εκτός από τα φύσει αδύνατα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Σπανού ἀκολουθία» — σατιρικό κείμενο ανώνυμου συγγραφέα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, παρωδία που ακολουθεί τα πρότυπα της εκκλησιαστικής υμνολογίας
μσν.-αρχ.
σπάνιος, ασυνήθιστος
αρχ.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι
2. (κατά τον Ησύχ.) «τίμιον, πολλοῦ ἄξιόν ἐστιν».
επίρρ...
σπανῶς Α
αραιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπανοπώγων, με απόσπαση του α' συνθετικού (πρβλ. σπάγκος < σπαγκο-ραμμένος), ενώ κατ' άλλους < σπάνιος. Ο τ. τέλος, που παραδίδει ο Ησύχ. σπανόν
τίμιον είναι πιθ. υποχωρ. παράγωγο του σπανίζω.
(II)
-ή, -όν, ΜΑ
φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: grey (pap.) cf. Reiter, Farven Weiss, Grau, Braun 93.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Furnée 339 etc. connects σπάνις.