πρόπειρα: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόπειρα:''' ἡ предварительная попытка, первый опыт Thuc.: πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι Her. сделать первый опыт на ком(чем)-л.
|elrutext='''πρόπειρα:''' ἡ [[предварительная попытка]], [[первый опыт]] Thuc.: πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι Her. сделать первый опыт на ком(чем)-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 10:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπειρα Medium diacritics: πρόπειρα Low diacritics: πρόπειρα Capitals: ΠΡΟΠΕΙΡΑ
Transliteration A: própeira Transliteration B: propeira Transliteration C: propeira Beta Code: pro/peira

English (LSJ)

ἡ, A previous trial or venture, ἐν Ἀθηναίοισι τὴν πρόπειραν ποιέεσθαι, Lat. periculum facere in . ., Hdt.9.48; π. ποιεῖσθαι εἰ . . Th.3.86; π. τινὸς λαμβάνειν Ael.NA8.22; of a trial in athletic exercises, IG14.1102.16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 739] ἡ, Vorversuch, vorläufiger Versuch; τὴν πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Her. 9, 48; Thuc. 3, 86; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπειρα: ἡ, προτέρα δοκιμὴ ἢ ἀπόπειρα, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, λατ. periculum facere in..., Ἡρόδ. 9. 48· πρ. ποιεῖσθαι εἰ..., Θουκ. 3. 86· πρ. τινος λαμβάνειν Αἰλ. π. Ζ. 8, 22· ἐπὶ δοκιμῆς ἐν ἀθλητικοῖς γυμνασίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 5913. 16, πρβλ. 2374. 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
essai ou épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι HDT, λαμβάνειν ÉL faire auparavant une expérience.
Étymologie: πρό, πεῖρα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. απόπειρα, δοκιμή που προηγείται
2. προπόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πείρα «αγώνας, προσπάθεια» (πρβλ. από-πειρα, κατά-πειρα)].

Greek Monotonic

πρόπειρα: ἡ, προηγούμενη δοκιμασία ή εγχείρημα, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Λατ. periculum facere in..., σε Ηρόδ.· πρόπειρα ποιεῖσθαι εἰ..., σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-πειρα -ας, ἡ proef vooraf:. πρόπειραν ποιούμενοι εἰ van tevoren proberend of Thuc. 3.86.4.

Russian (Dvoretsky)

πρόπειρα:предварительная попытка, первый опыт Thuc.: πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι Her. сделать первый опыт на ком(чем)-л.

Middle Liddell

πρό-πειρα, ἡ,
a previous trial or venture, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Lat. periculum facere in . ., Hdt.; πρ. ποιεῖσθαι εἰ . ., Thuc.

English (Woodhouse)

preliminary attempt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)