δυσφόρητος: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσφόρητος:''' невыносимый ([[σάρξ]] Eur. - [[varia lectio|v.l.]] [[διαφόρητος]]). | |elrutext='''δυσφόρητος:''' [[невыносимый]] ([[σάρξ]] Eur. - [[varia lectio|v.l.]] [[διαφόρητος]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσφόρητος]], ον [from [[δυσφορέω]]<br />[[hard]] to [[bear]], Eur. | |mdlsjtxt=[[δυσφόρητος]], ον [from [[δυσφορέω]]<br />[[hard]] to [[bear]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:02, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A hard to be borne, Hsch.; f. l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.
German (Pape)
[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1sent. fís. estancado, que no puede fluir de la sangre cuando se forma un trombo, Gal.16.160.
2 insoportable, insufrible, maldito ζέσας σὴν σάρκα δυσφόρητον hirviendo tu maldita carne E.Cyc.344 (cód.), cf. Hsch., δυσφορητότερον εἶναι τοῦ παρ' ἐχθρῶν πολέμου τὰς τῶν οἰκείων ἐπαναστάσεις Eus.M.23.344A, δυσφόρητον ... ἐστιν ἀνθρώπῳ τὸ ἐλέγχεσθαι Cyr.Al.Luc.1.153, ἁμαρτία Cyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4.15, δυσφημία Cyr.Al.M.69.181B, ἡ ... σοδομουμένη ψυχή Nil.M.79.424B.
II adv. -ως aguantando mal, con dificultad Cyr.Al.M.70.48D.
Greek Monolingual
δυσφόρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή ανέχεται κανείς.
Greek Monotonic
δυσφόρητος: -ον, αυτός που δύσκολα υποφέρεται, ανυπόφορος, αβίωτος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσφόρητος: невыносимый (σάρξ Eur. - v.l. διαφόρητος).
Middle Liddell
δυσφόρητος, ον [from δυσφορέω
hard to bear, Eur.