μελίσσειος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melisseios
|Transliteration C=melisseios
|Beta Code=meli/sseios
|Beta Code=meli/sseios
|Definition=α, ον, = [[μελισσαῖος]] ([[of bees]]), [[κηρίον]] μ. [[honeycomb]], Ev. Luc. 24.42 (v.l. μελίσσιον) ; [[μελίσσειον]] or [[μελίσσιον]] alone, Hsch. s. vv. νύμφη, σής, Suid., Sch. Nic. ''Al.'' 547.
|Definition=α, ον, = [[μελισσαῖος]] ([[of bees]]), [[κηρίον]] μ. [[honeycomb]], Ev. Luc. 24.42 ([[varia lectio|v.l.]] μελίσσιον) ; [[μελίσσειον]] or [[μελίσσιον]] alone, Hsch. s. vv. νύμφη, σής, Suid., Sch. Nic. ''Al.'' 547.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:53, 11 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίσσειος Medium diacritics: μελίσσειος Low diacritics: μελίσσειος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΕΙΟΣ
Transliteration A: melísseios Transliteration B: melisseios Transliteration C: melisseios Beta Code: meli/sseios

English (LSJ)

α, ον, = μελισσαῖος (of bees), κηρίον μ. honeycomb, Ev. Luc. 24.42 (v.l. μελίσσιον) ; μελίσσειον or μελίσσιον alone, Hsch. s. vv. νύμφη, σής, Suid., Sch. Nic. Al. 547.

German (Pape)

[Seite 124] = μελισσαῖος, κηρίον, Ev. Luc. 24 42.

Greek (Liddell-Scott)

μελίσσειος: -α, -ον, ὁ τῆς μελίσσης, κηρίον μ., κηρήθρα μέλιτος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 42 (ἔνθα πολλὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι μελίσσιον), Εὐστ. Πονημ. 59. 15, κλ. 2) μελίσσιον, τό, σμῆνος ἢ ἑσμὸς μελισσῶν, κοινῶς «μελίσσι», Σουΐδ. ἐν λέξ. κίμβικα, Νικήτ. Βυζάντ. 761C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. μελισσαῖος ; μελίσσειον κηρίον rayon de miel ; τὸ μελίσσειον ruche.
Étymologie: μέλισσα.

Greek Monolingual

μελίσσειος, -εία, -ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον
1. σμήνος μελισσών
2. κυψέλη μελισσών
αρχ.
αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου κηρίου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ειος (πρβλ. ελάφειος, κύκνειος].

Greek Monotonic

μελίσσειος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη μέλισσα, κηρίον μελίσσειον, κηρήθρα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μελίσσειος: NT v.l. = μελίσσιος.

Middle Liddell

μελίσσειος, η, ον [from μέλισσᾰ]
of bees, κηρίον μ. a honeycomb, NTest.