ἱστοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=istotrivis | |Transliteration C=istotrivis | ||
|Beta Code=i(stotribh/s | |Beta Code=i(stotribh/s | ||
|Definition= | |Definition=v. [[ἰσοτριβής]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:55, 24 August 2022
English (LSJ)
v. ἰσοτριβής.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοτρῐβής: -ές, ὁ περὶ τὸν ἱστὸν (πλοίου) τριβόμενος, σελμάτων ἱστοτριβής Αἰσχύλ. Ἀγ. 1442, ἔνθα ὁ Pauw διώρθωσεν ἰσοτριβὴς καὶ ἡ διόρθωσις αὐτοῦ ἐγένετο δεκτή.
Greek Monolingual
ἱστοτριβής, -ές (Α)
αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικοτριβής, ωμοτριβής].
Russian (Dvoretsky)
ἱστοτρῐβής: (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - v.l. ἰσοτριβής).